Glossary beginning with Π
- Πάβλοβα (pavlova)αναζήτηση του όρου
-
Γλυκό από την Αυστραλία ή την Νέα Ζηλανδία που αποτελείται από ένα ρηχό καλάθι μαρέγκας, γεμισμένο με κρέμα σαντιγύ και γαρνιρισμένο με φράουλες, ανανά και φρούτα του πάθους.
- Παλέτ (palette-μαχαίρι)αναζήτηση του όρου
-
Φαρδύ μαχαίρι με στρογγυλή μύτη που χρησιμεύει για να ισιώνει τις κρεμώδεις ή γκλασαρισμένες επιφάνειες από τις τούρτες. Απαραίτητο στην ζαχαροπλαστική.
- Παλμιέ (palmiers)αναζήτηση του όρου
-
Γλυκά μπισκότα από την Γαλλία με ζύμη σφολιάτα που σχηματικά μοιάζουν με τα φύλλα φοινικιάς.
- Πανετόνε (pannetone)αναζήτηση του όρου
-
Ιταλικής προελεύσεως κέικ με μαγιά. Μοιάζει με το αφράτο τσουρέκι και περιέχει κομμάτια ζαχαρωμένων φρούτων (Φρουί γκλασέ) ξηρούς καρπούς, σταφίδες και μπαχαρικά. Είναι εορταστικό γλύκισμα και το φτιάχνουν τα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.
- Παντόρο (πανδόρο)αναζήτηση του όρου
-
Ιταλικής προελεύσεως κέικ με μαγιά. Μοιάζει με το αφράτο τσουρέκι. Είναι εορταστικό γλύκισμα και το φτιάχνουν τα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.
- Παπάγιααναζήτηση του όρου
-
Τροπικό φρούτο που διαφέρει σε μέγεθος ανάλογα με την ποικιλία του. Μοιάζει με μακρουλό μικρό πεπόνι με φλούδα πράσινη που όσο ωριμάζει, κιτρινίζει. Η σάρκα είναι μαλακή και ζουμερή και η γεύση και το άρωμά του είναι μεταξύ τριαντάφυλλου, ροδάκινου και φράουλας. Τρώγεται ωμό, καθαρισμένο από τη φλούδα του, μόνο του ή σε φρουτοσαλάτες.
- Παρί Μπρέστ (Paris-Brest)αναζήτηση του όρου
-
Γαλλικό γλυκό που αποτελείται από τρία δαχτυλίδια ζύμης σου, πασπαλισμένα πριν το ψήσιμο με αμύγδαλα φιλέ. Όταν κρυώσει, χωρίζεται στη μέση και γεμίζεται με κρέμα ζαχαροπλαστικής και καραμελωμένα αμύγδαλα.
- Παρί – Μπρέστ (Paris-Brest)αναζήτηση του όρου
-
Γαλλικό γλυκό που αποτελείται από τρία δαχτυλίδια ζύμης σου, πασπαλισμένα πριν το ψήσιμο με αμύγδαλα φιλέ. Όταν κρυώσει, χωρίζεται στη μέση και γεμίζεται με κρέμα ζαχαροπλαστικής και καραμελωμένα αμύγδαλα.
- Πασπάλισμααναζήτηση του όρου
-
Ελαφριά επικάλυψη τροφών με αλεύρι, ζάχαρη άχνη ή άλλη λεπτή σκόνη.
- Πηκτίνη (pectin)αναζήτηση του όρου
-
Απαραίτητη για το πήξιμο της μαρμελάδας, βρίσκεται στη φύση σε μερικά φρούτα και λαχανικά αλλά παράγεται και τεχνητά. Είναι ένας υδατάνθρακας στην οικογένεια των πολυσακχαριτών.
- Πόντς (punch)αναζήτηση του όρου
-
Το όνομα προέρχεται από την ινδιάνικη λέξη που σημαίνει «πέντε» και αναφέρεται στα 5 κύρια συστατικά του, δηλαδή : στο οινοπνευματώδες ποτό (π.χ. ρούμι) στο νερό, την ζάχαρη, το λεμόνι και τα μπαχαρικά.
- Πορτό (Port)αναζήτηση του όρου
-
Κρασί από την Πορτογαλία, άσπρο ή κόκκινο ξηρό ή γλυκό. Προστίθεται για άρωμα συχνά σε σούπες, σάλτσες και ζεστά ποτά και σε επίσημα γεύματα. Σερβίρεται μαζί με το τυρί στο τέλος του γεύματος.
- Πραλίνα (praline)αναζήτηση του όρου
-
Καραμελωμένα και ψιλοκοπανισμένα αμύγδαλα (ή άλλο ξηρο καρπό) που χρησιμοποιούνται σαν αρωματικό σε παγωτά, γλυκά και κρέμες.
παστοκύδωνοαναζήτηση του όρου
-
Γλυκό που φτιάχνεται με πολτοποιημένο κυδώνι και ζάχαρη.
πιπερόριζααναζήτηση του όρου
-
Oι Aσιάτες το έλεγαν ζιντεμέλ, οι Ευροπαίοι το είπαν τζίντζερ (ginger) και οι Έλληνες πιπερόριζα.
Η πιπερόριζα (τζίντζερ - Ginger) χρησιμοποιείται εκτενώς στην μαγειρική στην Ελλάδα. Παλαιότερα μάλιστα ήταν βασικό συστατικό πολλών φαγητών στην Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Υπάρχει σε όλα τα παλαιά βιβλία μαγειρικής. Μετά, η χρήση της ατόνησε και ξανάρθε, από το εξωτερικό αυτή τη φορά - κυρίως από τις ανατολικοασιατικές κουζίνες και από την δυτική μαγειρική που ήδη την χρησιμοποιεί πολύ. - πρέζααναζήτηση του όρου
-
ποσότητα που μπορούμε να πιάσουμε ανάμεσα στα δύο δάχτυλά μας, αντίχειρα και δείκτη