Glossary beginning with Γ
- Γαρύφαλοαναζήτηση του όρου
-
(Μοσχοκάρφι(α), καρυόφυλλο)
Μπαχαρικό το οποίο προέρχεται από το μικρό δέντρο Eugenie Aromatica ή Caryuphyllete. Ευδοκιμεί στις Φιλιππίνες, τη Σουμάτρα, τη Μαδαγασκάρη, τη Τζαμάικα, τις Δυτικές Ινδίες, τη Βραζιλία, τις Αντίλλες. Συναντιέται και σαν Αγριομοσχοκάρφι ή Καρδιόφυλλος Γνωστό στον αρχαίο κόσμο (κυρίως στην Αίγυπτο) το οποίο ήρθε στην Ευρώπη από Αραβες εμπόρους πριν το μεσαίωνα.εριέχει ένα ποσοστό αιθέριου ελαίου, το οποίο θεωρείται φάρμακο για τον πονόδοντο, τη δυσπεψία, τη ναυτία, καθώς επίσης και πολύ καλό απολυμαντικό, αναλγητικό και αντισηπτικό. (Στις αρχές τού αιώνα το χρεισιμοποιούσαν χειρουργοί και μαιευτήρες για να αποστειρώνουν τα χέρια τους πριν την επέμβαση). Του αποδίδονται μάλιστα και αντικαρκινικές ιδιότητες.
Χρησιμοποιείται σαν τονωτικό στα αλκοολούχα ποτά, σε λικέρ, στην παρασκευή αρωμάτων, σε βερνίκια και κόλες, στο τυπογραφικό μελάνι και ευρύτατα στην μαγειρική.
- γκλασάρωαναζήτηση του όρου
-
Δίνω στο φαγητό γυαλιστερή όψη, αλείφοντάς με σιρόπι, μαρμελάδα ή άλλο γλάσο.
- γλυκάνισο αναζήτηση του όρου
-
(Pimpinella anisum)
Μπαχαρικό το οποίο προέρχεται από το μονοετές φυτό Pimpinella Anisum, γνωστό με πολλά ονόματα στην Ελλάδα, μεταξύ αυτών και το Ανισο το τράγιο. Καλλιεργείται κυρίως σε μεσογειακές χώρες. Στη χώρα μας υπάρχει σαν αυτοφυές φυτo. Ανθίζει το καλοκαίρι και στους σπόρους του υπάρχει αιθέριο έλαιο. Χρησιμοποιείται ως καρύκευμα στο ψωμί, στη φαρμακευτική και ως αρωματικό στο ούζο, στη ρακή κ.λπ. γρανίτααναζήτηση του όρου
-
Είδος παγωτού, με θρυμματισμένο πάγο σε κρυστάλλους, αρωματισμένο με χυμό φρούτων ή καφέ ή άλλο υλικό
- γάλα καρύδαςαναζήτηση του όρου
-
Το γάλα καρύδας βγαίνει από επεξεργασία της ψίχας της καρύδας.
Το χρώμα και η γεύση του γάλακτος καρύδας είναι αποτέλεσμα της υψηλής περιεκτικότητας σε καρυδέλαιο και ζάχαρη καρύδας. Είναι πηκτό υγρό με πλούσια γεύση και αρκετές θερμίδες. Συντηρείται στο ψυγείο για μερικές ημέρες.
Μη το μπερδεύετε με το υγρό που υπάρχει μέσα στην καρύδας - αυτό είναι το νερό καρύδας.