λεξικό

Aμαρέτι (amoretti ή amaretti)Aμαρέτι (amoretti ή amaretti)αναζήτηση του όρου

Μικρά, ιταλικά γλυκά μπισκοτάκια με άρωμα πικραμύγδαλου που συνοδεύουν τον καφέ στο τέλος του γεύματος.

Aμπουρκούνααναζήτηση του όρου

ποικιλία σύκου που ευδοκιμεί στην Τζιά, η οποία βγάζει νοστιμότατα επιτραπέζια σύκα, μαύρα με σχήμα αχλαδιού.

Aφέψημα αναζήτηση του όρου

Το αφέψημα είναι το σιγανό βράσιμο των βοτάνων στο νερό.

BανίλιαBανίλιααναζήτηση του όρου

(αγγ. Vanilla) Η αγνή βανίλια, με την υπέροχη αρωματική της γεύση, είναι το πιο διαδεδομένο χρησιμοποιούμενο αρωματικό σε πάστες, γλυκίσματα και άλλα επιδόρπια. Είναι το δεύτερο ακριβότερο αρωματικό γεύσης, μετά το σαφράν (κρόκος, saffron), εξαιτίας κυρίως της εκτεταμένης φροντίδας που χρειάζεται για την ανάπτυξή της.
Μέχρι τον 19ο αιώνα, οι προσπάθειες για την καλλιέργειά της εκτός του τόπου καταγωγής της, το Μεξικό, συνάντησαν την αποτυχία. Τότε ήταν που, κατόπιν εκτεταμένης παρατήρησης, ανακαλύφθηκε η σχέση μεταξύ του αναρριχητικού φυτού που παράγει την ορχιδέα βανίλια και του τοπικού είδους μέλισσας Melipona που γονιμοποιεί το φυτό. Ανακαλύφθηκε επίσης ότι η γονιμοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί με το χέρι, ανοίγοντας έτσι τις πόρτες για την δυνατότητα επιτυχούς καλλιέργειας σε παρεμφερή τροπικές κλιματικές συνθήκες. Η χειρωνακτική γονιμοποίηση είναι ένα μόνο από τα κοπιαστικά στάδια παραγωγής της βανίλιας, με την επίσης χειρωνακτική συγκομιδή να απαιτεί καθημερινό έλεγχο κάθε 'ραβδιού' βανίλιας πάνω στο φυτό για την κατάλληλη ημέρα κοπής.
Παρά τις μακρόχρονες προσπάθειες χημικών γεύσης να παράξουν φθηνότερη, συνθετική βανίλια, η αγνή βανίλια παραμένει ασυναγώνιστη στις προτιμήσεις του κόσμου.
Το δημοφιλέστερο υποκατάστατο της βανίλιας, είναι η βανιλλίνη. Ουσιαστικά είναι ένα μόνο από τα πολλά αναγνωρισμένα αρωματικά συστατικά της βανίλιας. Είναι οργανικό μείγμα, το οποίο παράγεται πλέον συνθετικά και δεν διαφέρει χημικά από την φυσική βανιλλίνη.

Ginger aleαναζήτηση του όρου

τζιντζερ έιλ

Αεριούχο αναψυκτικό που περιέχει εκχύλισμα τού φυτού πιπερόριζα { αγγ. Ginger λατ. Zingiber officinalle} Ευδοκιμεί στην ΝΑ Ασία ) . Το Gingerale περιέχει περίπου 8% ζάχαρη.

Sconesαναζήτηση του όρου

(σκόουνς) σκωτσέζικα «ψωμάκια» για το τσάι

Αγάρ-αγάρ (agar-agar)αναζήτηση του όρου

Είδος πηκτίνης που παράγεται από φύκια, Με αυτή μπορείτε να κάνετε σπιτικά ζελέ

Αναρή αναζήτηση του όρου

Η αναρή είναι ένα μαλακό είδος τυριού. Όταν το πρώτο στάδιο της επεξεργασίας του χαλλουμιού έχει ολοκληρωθεί και το τυρόπηγμα έχει αφαιρεθεί από τον ορό γάλακτος, ξεκινά η επεξεργασία της αναρής. Ο ορός γάλακτος θερμαίνεται με ταυτόχρονη ανάμειξη και όταν η θερμοκρασία του ορού φτάσει περίπου τους 65°C, προστίθεται φρέσκο γάλα που ονομάζεται "πρόσγαλο", σε ποσότητα 5-10% του ορού γάλακτος και η θέρμανση συνεχίζεται μέχρι βρασμού. Η αναρή ανέρχεται στην επιφάνεια και αφαιρείται με ειδικά σουρωτήρια και πιέζεται έτσι ώστε να στραγγίσει.

βούτυρο διαυγές (βούτυρο κλαριφιέ, beurre clarifiι)αναζήτηση του όρου

Βούτυρο λιωμένο, από το οποίο έχουν αφαιρεθεί τα γαλακτερά κατάλοιπα, ώστε να μείνει το διαυγές, καθαρό λίπος.

Γαρύφαλοαναζήτηση του όρου

(Μοσχοκάρφι(α), καρυόφυλλο)
Μπαχαρικό το οποίο προέρχεται από το μικρό δέντρο Eugenie Aromatica ή Caryuphyllete. Ευδοκιμεί στις Φιλιππίνες, τη Σουμάτρα, τη Μαδαγασκάρη, τη Τζαμάικα, τις Δυτικές Ινδίες, τη Βραζιλία, τις Αντίλλες. Συναντιέται και σαν Αγριομοσχοκάρφι ή Καρδιόφυλλος Γνωστό στον αρχαίο κόσμο (κυρίως στην Αίγυπτο) το οποίο ήρθε στην Ευρώπη από Αραβες εμπόρους πριν το μεσαίωνα.

εριέχει ένα ποσοστό αιθέριου ελαίου, το οποίο θεωρείται φάρμακο για τον πονόδοντο, τη δυσπεψία, τη ναυτία, καθώς επίσης και πολύ καλό απολυμαντικό, αναλγητικό και αντισηπτικό. (Στις αρχές τού αιώνα το χρεισιμοποιούσαν χειρουργοί και μαιευτήρες για να αποστειρώνουν τα χέρια τους πριν την επέμβαση). Του αποδίδονται μάλιστα και αντικαρκινικές ιδιότητες.

Χρησιμοποιείται σαν τονωτικό στα αλκοολούχα ποτά, σε λικέρ, στην παρασκευή αρωμάτων, σε βερνίκια και κόλες, στο τυπογραφικό μελάνι και ευρύτατα στην μαγειρική.

γκλασάρωαναζήτηση του όρου

Δίνω στο φαγητό γυαλιστερή όψη, αλείφοντάς με σιρόπι, μαρμελάδα ή άλλο γλάσο.

γλυκάνισο αναζήτηση του όρου

(Pimpinella anisum)
Μπαχαρικό το οποίο προέρχεται από το μονοετές φυτό Pimpinella Anisum, γνωστό με πολλά ονόματα στην Ελλάδα, μεταξύ αυτών και το Ανισο το τράγιο. Καλλιεργείται κυρίως σε μεσογειακές χώρες. Στη χώρα μας υπάρχει σαν αυτοφυές φυτo. Ανθίζει το καλοκαίρι και στους σπόρους του υπάρχει αιθέριο έλαιο. Χρησιμοποιείται ως καρύκευμα στο ψωμί, στη φαρμακευτική και ως αρωματικό στο ούζο, στη ρακή κ.λπ.

γρανίταγρανίτααναζήτηση του όρου

Είδος παγωτού, με θρυμματισμένο πάγο σε κρυστάλλους, αρωματισμένο με χυμό φρούτων ή καφέ ή άλλο υλικό

Εβαπορέ αναζήτηση του όρου

{γαλ. évaporé αγγ. evaporated} =συμπυκνωμένο
στην Ελλάδα αναφέρετε στο συμπυκνωμένο γάλα

Ζαμπαγιόνε αναζήτηση του όρου

zabaglione
κρέμα ζαχαροπλαστικής με πολλά αυγά και ελάχιστη ποσότητα γάλακτος ή κρασιού

Ζιβανία αναζήτηση του όρου

ή ζιβάνα
Προϊόν απόσταξης των στεμφύλων σε άμβυκες ασυνεχούς λειτουργίας. Σύμφωνα με τη ισχύουσα νομοθεσία, ο τελικός αλκοολικός τίτλος της ζιβανίας πρέπει να είναι μεγαλύτερος από 43 % vol (για το τσίπουρο αρκεί 37,5%) και η μέγιστη περιεκτικότητά τους σε μεθανόλη 8 γρ./λίτρο αλκοόλης 100% vol. Για να ονομάζεται ένα ποτό ζιβανία πρέπει να κατασκευάζεται στην Κύπρο από κρασί και τσίπουρα που προέρχονται από τις ποικιλίες σταφυλιών ‘μαύρο’ ή ‘ξυνιστέρι’. Σε περίπτωση που κατασκευαστεί ζιβανία από κρασί και τσίπουρα άλλων ποικιλιών τότε πρέπει να αναφέρεται και το όνομα αυτής της ποικιλίας, π.χ. ‘ζιβανία Μαραθεύτικο’ κλπ. Έτσι κατασκευάζονται εκτός από την τυπική ζιβανία και εξαιρετικά προϊόντα, όπως ‘ζιβανία Μοσχάτου’, ‘ζιβανία Παλομίνο’ και ‘ζιβανία Cabernet’.

Η λέξη «ζίβανο» περιγράφει αρχικά τα κουκούτσια και τα ζυμωμένα ή τα ημιζυμωμένα στέμφυλα (ό,τι έχει απομείνει δηλαδή αφού πιεστούν τα σταφύλια που προορίζονται για την οινοποίηση) με μικρή περιεκτικότητα σε χυμό.

Θυμάριαναζήτηση του όρου

θύμιο {λατ. Thymus vulgaris}
Απαντάται στις νότιες και μεσογειακές περιοχές της Ευρώπης σε διάφορες περιοχές της Ασίας και καλλιεργείται στη βόρεια Αμερική.

Τα φύλλα του θυμαριού, όταν ξεραθούν, αποκτούν καφεπράσινο χρώμα και αναδύουν το άρωμα τους όταν θρυμματιστούν. Η γεύση τους είναι πολύ δυνατή, ελαφρώς καυστική και πλούσια. Μαζί με τους αποξηραμένους ανθούς χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό για τον αρωματισμό διαφόρων φαγητών, σε ψάρια, κρέατα, σε διάφορες σάλτσες, σούπες κ.λ.π. Είναι ένα από τα βασικά συστατικά του λικέρ βενεδικτίνη.

Το θυμάρι είναι ιδιαίτερα αγαπητό στις μέλισσες και το θυμαρίσιο μέλι είναι εξαιρετικής ποιότητας.
Περιέχει αιθέριο έλαιο σε ποσοστό 1-2% και κύριο συστατικό του είναι η θυμόλη ή, αλλιώς, καμφορά του θυμαριού, έχει δε χρήσεις στην αρωματοποιία και στην οδοντιατρική.

Στην Ελλάδα υπάρχουν 23 αυτοφυή είδη και τα πιο σημαντικά είναι:

1.-Αγριοθυμάρι. Μικρός θάμνος με βλαστούς ξυλώδεις ξαπλωμένους. Βρίσκεται σε πολλές βραχώδεις, ορεινές, ξηρές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας.Κοντά στις περιοχές όπου φύεται το άγριο θυμάρι τοποθετούνται κυψέλες με μέλισσες και παράγεται εκλεκτό μέλι.

2.-Χαμοθρούμπι. Πολύ κοινό σε διάφορες πεδινές περιοχές και λιβάδια της Μακεδονίας και της Θράκης.

3.-Σμάρι ή θυμάρι της Aττικής. Βρίσκεται σε διάφορες βραχώδεις περιοχές της Αττικής, της Αχαΐας, Κορινθίας και Ολύμπου.

καϊμάκιαναζήτηση του όρου

(τουρκική) kaymak

1) λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος όταν βράσει, ανθόγαλα
2) αφρώδες και πυκνό στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του ελληνικού καφέ όταν βράσει
3) είδος παγωτού με σαλέπι και μαστίχα

Καλβαντός (Calvados)αναζήτηση του όρου

Γαλλικό μπράντυ μήλου, που παράγεται στη Νορμανδία και παίρνει το όνομά του από την πόλη που είναι το κέντρο παραγωγής μήλου, το Calvados. Είναι χαρακτηριστικό προϊόν της Νορμανδικής κουζίνας και πολλές φορές χρησιμοποιείται μαζί με τον μηλίτη, σε πιάτα αλμυρά (κοτόπουλο ή μοσχαράκι με μήλα) ή και γλυκά.

καρέμ (Careme Antonin)καρέμ (Careme Antonin)αναζήτηση του όρου

Ένας από τους μεγαλύτερους σεφ όλων των εποχών, δημιουργός του γαλλικού, κλασικού ρεπερτορίου συνταγών γνωστών ως «η Μεγάλη, Μεγαλοπρεπής Κουζίνα» (La grande cuisine).

κασάτααναζήτηση του όρου

(cassata) Ιταλική σπεσιαλιτέ παγωτού που αποτελείται από τρεις τουλάχιστον διαφορετικές (σε γεύση και χρώμα) στρώσεις. Τα τρία παγωτά τοποθετούνται σε οβάλ φόρμα και παγώνουν μαζί. Τουλάχιστον σε μια από τις στρώσεις περιέχονται ψιλοκομμένοι ξηροί καρποί και φρουί γλασέ. Σερβίρεται αναποδογυρισμένο και κομμένο σε φέτες.

κλαριφιέ, clarifiéαναζήτηση του όρου

μετ. κάνω Διαυγές
Αφαιρώ τα κατάλοιπα από λίπη, ζωμούς και ζελέ, σουρώνοντας το υλικό είτε λιωμένο είτε σε υγρή μορφή με τουλπάνι, έτσι ώστε να γίνει διαυγές και λαμπερό.

κονφί (Confit)αναζήτηση του όρου

ή κονφίτ
Φρούτα ψιλοκομμένα και βρασμένα με ζάχαρη, πολλές φορές με λίγο μπράντυ. Κρέας διατηρημένα στο δικό τους λίπος.

Κουαντρόαναζήτηση του όρου

{αγγ. Cointreau (προφ: κουαν-τρό)}
λικέρ τριπλής διύλισης παραγόμενο από ξερές φλούδες πικρών πορτοκαλιών. Παράγεται στο Saint-Barthélemy-d'Anjou, ένα προάστιο της πόλης Angers στην Γαλλία. Τα πορτοκάλια της ποικιλίας που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή του Cointreau προέρχονται απ' όλο τον κόσμο, με συνηθέστερες πηγές την Ισπανία, την Βραζιλία και την πόλη Saint-Raphaël στην Αϊτή.
Το Cointreau σερβίρεται όχι μόνο ως apéritif (δηλ. πριν το φαγητό), αλλά αρκετές φορές και ως digestif (δηλ. μετά το φαγητό). Μπορεί να κατηγοριοποιηθεί είτε ως εξαιρετικής ποιότητος λικέρ τριπλής διύλισης, είτε ως μιας ξεχωριστής κατηγορίας λικέρ. Με ποσοστό οινοπνεύματος στο 40%, είναι ιδιαίτερα δυνατό για την κατηγορία ποτών τριπλής διύλησης, τα οποία συνήθως έχουν ανάμεσα σε 15% με 40%.

κουρκουμάςαναζήτηση του όρου

Κιτρινόριζα (κουρκουμάς), Turmeric (Curcuma longa)

Είναι φυτό αυτοφυές της Ινδίας, στην Ευρώπη έγινε γνωστό από τους Πέρσες και στη συνέχεια από τους Άραβες. Έχει θερμαντική και τονωτική δράση.
Δίνει γεύση και κίτρινο χρώμα στα φαγητά και θεωρείται ένα υποκατάστατο του κρόκου.

Η επιστημονική ονομασία του φυτού είναι Curcuma longa και ανήκει στην οικογένεια των Ζιγγιβερίδων. Η παραγωγή του είναι μια ιδιαίτερη και λεπτή διαδικασία. Η ρίζα του φυτού, αφού βραστεί, αφήνεται κάτω από τον ήλιο για περίπου μία εβδομάδα μέχρι αν αποξήρανθει. Μετά ακολουθεί το γυάλισμα στο χέρι και το άλεσμα μέχρι να παραχθεί σκόνη, τόσο λεπτή που να μοιάζει με πούδρα. Η καταγωγή του, λέγεται, είναι από τις δυτικές Ινδίες.

Είναι κύριο συστατικό του κάρυ, της αγγλικής μουστάρδας και επίσης χρησιμοποιείται σε καρυκεύματα, τουρσιά, βούτυρο για λαχανικά και σε φαγητά με πουλερικά, ρύζι, ψάρι και αυγά.

Λάνγκ ντε σά ( Langues de chat )Λάνγκ ντε σά ( Langues de chat )αναζήτηση του όρου

Μακρόστενα βουτήματα που μοιάζουν στην όψη με τη γλώσσα της γάτας απ' όπου και η γαλλική τους ονομασία. Σερβίρονται με τον καφέ ή το τσάι, αλλά χρησιμοποιούνται και για να διακοσμήσουν γλυκίσματα π.χ. τη σαρλότ ρυς.

Λικέρ Μαστίχααναζήτηση του όρου

λικέρ που γίνεται από μαστίχα. Παραδοσιακό ηδύποτο της Χίου

μάντολεςαναζήτηση του όρου

Μάντολα είναι ένα παραδοσιακό γλυκάκι της Κεφαλονιάς, αλλά συναντιέται γενικότερα στα Εφτάνησα. Μάντορλα στα ιταλικά σημαίνει το αμύγδαλο, μια από της πολλές ιταλικές προερχόμενες λέξεις από την περίοδο εκείνη το νησί διοικούνταν από Βενετσιάνους. Βέβαια, η λέξη μάντολα προφέρεται πολύ πιο εύκολα από το μάντορλα και γι' αυτό και επικράτησε.
Είναι αμύγδαλα με επικάλυψη καραμέλας, συνήθως έχει χρώμα έντονο κόκκινο

Μάντολες, καραμελωμένα αμύγδαλα από την Κεφαλλονιά

Μαρσάλα ( Marsala )αναζήτηση του όρου

Παράγεται στη Σικελία και είναι το πιο γνωστό ιταλικό γλυκό κρασί. έχει πάει το ονομά του από την πόλη Μαρσάλα. Χρησιμοποιείται πολύ στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική και είναι η βάση της κρέμας ζαμπαγιόνε.
είναι προϊόν ονομασίας προέλευσης.

μασκαρπόνεαναζήτηση του όρου

Το μασκαρπόνε είναι ένα φρέσκο τυρί κρεμώδες τυρί, κατάλληλο για την παρασκευή γλυκών. Για πιο ελαφρό αποτέλεσμα, μπορεί να αντικατασταθεί από μυζήθρα ή ανθότυρο. Για πιο πλούσιο και γευστικό, από ανάλατο φρέσκο μανούρι.

Παρασκευάζεται από χαμηλή σε λιπαρά (28%) φρέσκια κρέμα που έχει επεξεργαστεί με βακτηριακή καλλιέργια. Παρασκευάζεται από γάλα αγελάδων που έχουν τραφεί με ειδικό χορτάρι μαζί με φρέσκα βότανα και λουλούδια. Πρόκειται για μια ειδική δίαιτα που δημιουργεί μια μοναδική γεύση. Το μασκαρπόνε χρησιμοποιείται σε τοπικά πιάτα της Λομβαρδίας, όπου κι αποτελεί σπεσιαλιτέ.
Με γαλακτώδες λευκό χρώμα, έχει πηχτή κρεμώδη υφή και μπορεί να απλωθεί εύκολα. Όταν είναι φρέσκο, ευωδιάζει γάλα με κρέμα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί για βούτυρο σε ριζότο.
Το μαρκαρπόνε προέρχεται από την περιοχή ανάμεσα στις πόλεις Lodi και Abbiategrasso, νοτιοδυτικά από το Μιλάνο, κατά πάσα πιθανότητα γύρω στα τέλη του 16ου – αρχές 17ου αιώνα. Η ονομασία του λέγεται ότι προήλθε από το mascarpa – ένα γαλακτοκομικό προϊόν που φτιάχνεται από το τυρόγαλα του stracchino (ένα άλλο είδος μαλακού, κρεμώδους τυριού), ή από τη λέξη mascarpia που είναι η τοπική ονομασία του τυριού ricotta (αν και σε αντίθεση με τη ricotta, το μασκαρπόνε δεν παρασκευάζεται από τυρόγαλα).

μαστίχααναζήτηση του όρου

είναι ο ρητινώδης χυμός που βγαίνει από τον κορμό & τα κλαδιά του
μαστιχόδενδρου. Η έκκριση αυτή προκαλείται από το χάραγμα του σχίνου «το
κέντημα» μ’ ένα αιχμηρό εργαλείο. Η Μαστίχα εμφανίζεται σαν δάκρυ στα
χαραγμένα σημεία και ρέει κατά σταγόνες στην έτοιμη να την δεχθεί Χιακή
Γη.

http://www.gummastic.gr/mastiha_index.asp

ματζουράνααναζήτηση του όρου

{λατ. Origanum majorana}
Ανήκει στην τάξη λαμιώδη και στην οικογένεια χειλανθή, είναι δε συγγενικό φυτό με τη ρίγανη.

Ιθαγενές των χωρών της Μεσογείου με 6 είδη ποωδών φυτών. Το πιο σημαντικό είδος είναι η ματζουράνα ορίγανο ή κοινή, το ύψος της φτάνει τα 60 εκατοστά, ο βλαστός είναι τετραγωνικός, πολύκλαδος. Τα φύλλα της είναι μικρά, αντίθετα, χνουδωτά, ωοειδή και έχουν μία χαρακτηριστική όμορφη οσμή λεβάντας. Τα άνθη της είναι μικρά λευκού χρώματος. Τα φύλλα της χρησιμοποιούνται σαν μπαχαρικό, συνήθως στο κρέας και το ψάρι, αλλά και σαν αφέψημα. Από τα φύλλα του φυτού λαμβάνεται αιθέριο έλαιο που χρησιμοποιείται σαν αντισηπτικό και αντισπασμωδικό ενώ έχει χρήσεις και στην αρωματοποιία.

Στην Ελλάδα η ματζουράνα είναι γνωστή από τα αρχαία χρόνια όπου την χρησιμοποιούσαν σαν φάρμακο κατά στομαχικών και εντερικών ενοχλήσεων. Σήμερα καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό και αρωματικό φυτό σε γλάστρες και κήπους.

μίρτο λικέρ αναζήτηση του όρου

(Mirto liqueur) Ένα πολύ διάσημο λικέρ της Ιταλίας πολύ δημοφιλής στην Σαρδηνία και Κορσική.
Το Mirto rosso (κόκκινο) γίνεται από τους καρπούς της Μυρτιάς.
Το Mirto bianco (άσπρο) γίνεται από τα φύλα της Μυρτιάς

Μουσκοβάντο ( Muscovando )αναζήτηση του όρου

Μία αραφινάριστη μαλακή σκούρα ζάχαρη που έχει ένα ζεστό χρυσό χρώμα. Χρησιμοποιείται για την παρασκευή κέικ και γλυκισμάτων και έχει λεπτή κοκκώδη υφή.

Μούσλι αναζήτηση του όρου

{αγγ. Muesli}
μείγμα από ωμές νιφάδες δημητριακών, αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς

Μούσμουλοαναζήτηση του όρου

Το μούσμουλο είναι ο καρπός της μουσμουλιάς.

Είναι στρογγυλός ή ωοειδής ανάλογα με την ποικιλία και όταν ωριμάσει αποκτά κίτρινο χρώμα. Περιέχει 1-2 μεγάλα ή 2-4 μικρότερα σπόρια, χρώματος σκούρου καφέ , τα οποία θεωρούνται μειονέκτημα γιατί αφήνουν λίγο χώρο για την σάρκα η οποία είναι γλυκόξινης γεύσης και πολύ νόστιμη. Για το λόγο αυτό αναπτύχθηκαν κάποιες ποικιλίες με πολύ μικρά σπόρια.

Οι βασικές ποικιλίες μούσμουλων είναι δύο , η στρογγυλή και η μακρύκαρπη, που θεωρείται και η πιο νόστιμη.

Το μούσμουλο τρώγεται νωπό ως φρούτο και δεν δέχεται περαιτέρω επεξεργασία γιατί είναι ευαίσθητο. Είναι πλούσιο σε βιταμίνη C. H Κίνα παράγει τα περισσότερα μούσμουλα στον κόσμο. Ακολουθούν η Ινδία, η Ιαπωνία , η Σρι Λάνκα και η Ισπανία. Στην Ελλάδα την μεγαλύτερη παραγωγή έχουμε στον νομό Κορινθίας.

*Μούσμουλον,
Αναφέρει το "Μέγα Λεξικόν της Ελληνικής Γλώσσης, Liddell-Scott":
μεσπίλη: "μεσπιλιά", "μουσμουλιά", Θεοφρ.π. Φυτ.Ιστ. 3.15,6
και
μέσπιλον: το, το δέντρον και ο καρπός της μεσπίλης, Αρχίλ.169, Άμφις εν Αδήλ.6, Διοσκ.1.169.

Μπάγκελ (Bagels)αναζήτηση του όρου

Στρογγυλά ψωμάκια εβραϊκής καταγωγής, που πρώτα βράζονται για λίγο πριν ψηθούν στον φούρνο. Σερβίρονται κομμένα στη μέση, αλειμμένα με βούτυρο ή συνηθέστερα με τυρί κρέμα και σερβιρισμένα με ποικιλία από γεμίσεις.

Μπανάνα σπλιτ (banana split)αναζήτηση του όρου

Μπανάνα, χωρίς τα φλούδια, κομμένη στη μέση και γεμισμένη με παγωτό βανίλια. Σερβίρεται με τα δύο κομμάτια της μπανάνας ενωμένα μεταξύ τους και γαρνίρεται με σαντιγί και ψιλοκομμένους ξηρούς καρπούς.

Μπράντυαναζήτηση του όρου

Το Μπράντυ {αγγ. Brandy} (προέρχεται από την λέξη brandywine, η οποία προέρχεται από την ολανδική brandewijn (“burnt wine” - “καμένο κρασί”ή "κρασί που καίει") είναι ένα αλκοολούχο ποτό που παράγεται μέσω απόσταξης κρασιού, το οποίο με τη σειρά του έχει παραχθεί από την ζύμωση σταφυλιών. Τυπικά περιέχει 30% έως 60% οινόπνευμα και είθισται να αποτελεί απόλαυση για μετά το φαγητό.
Ενώ μερικά Brandy ωριμάζουν σε ξύλινα βαρέλια, πολλά χρωματίζονται με καραμελόχρωμα ως απομίμηση της εμφάνισης των αποτελεσμάτων της ωρίμανσης.
Brandy μπορεί να παραχθεί επίσης με την ζύμωση άλλων φρούτων, πέραν των σταφυλιών, καθώς και από ξερά υπολείματα πολτού φρούτων (από εξαγωγή χυμού μέσω πίεσης).

Τον 17ο αιώνα οι ναυτικοί στα Ολλανδικά λιμάνια αγόραζαν λευκό κρασί κακής ποιότητας το οποίο, για να μην ξινίσει γρήγορα το πρόσθεταν αποστάγματα οίνου με μεγάλο ποσοστό αλκοόλης. Με τον καιρό το μίγμα αυτό άρεσε, έγινε τής μόδας και το πουλούσαν οι καντίνες και τα παντοπωλεία. Οι Άγγλοι ναυτικοί το ονόμαζαν Brand Wine. Η παραγωγή εξαπλώθηκε νοτιότερα πέρασε στην ευρωπαϊκή ενδοχώρα.
Στην περιοχή του Cognac στην Γαλλία παράγεται το διάσημο «Cognac», ένα μπράντι
που κατοχύρωσε την ονομασία κονιάκ σαν ονομασία τόπου προέλευσης.

Μπράντυ μπάτερ ( Brandy butter )αναζήτηση του όρου

Μια πηχτή σάλτσα από βούτυρο, ζάχαρη, μπράντυ και μπαχαρικά, που παραδοσιακά σερβίρεται στην Αγγλία με την χριστουγεννιάτικη πουτίγκα.

Μπριόςαναζήτηση του όρου

Πολύ ελαφρά μικρά ψωμάκια με τραγανή χρυσαφένια κόρα. Παρασκευάζονται με ζύμη από γάλα, νερό, αβγά και βούτυρο και είναι ιδιαίτερα εύγευστα.

Μύρτα, οι καρποί της Μυρτιάςαναζήτηση του όρου

Μερσινιά, μερτιά, μυρσίνη, μυρτιά ή σμυρτιά {Αρχαίες ονομασίες μυρρίνη- μύρρινος (Θεόφραστος) μυρσίνη (Διοσκουρίδης) μυρτίνη (Πίνδαρος)}
Η μυρτιά είναι είδος φυτού που ανήκει στο γένος μύρτος (Myrtus) και στην οικογένεια των Μυρτοειδών(Myrtaceae) Στο γένος Myrtus ανήκουν δύο είδη, τα Myrtus communis L. και Myrtus nivellei. Η μυρτιά είναι πυκνός θάμνος μεσαίου μεγέθους που φτάνει το ένα με τρία μέτρα.

Οι καρποί που παράγει είναι περίπου ένα εκατοστό και μοιάζουν με μικρές ελιές. Είναι μαύροι, σπάνια λευκοί και περιέχουν πολλά σπέρματα.
Είναι ελαφρός στυφά, αλλά όχι δυσάρεστα, τρώγονται άνετα και ωμά με έντονη την αίσθηση της φρεσκάδας και μεθυστικό άρωμα. Θρεπτικοί και τονωτικοί πιστεύεται από κάποιους ότι χαρίζουν μακροζωία. Συλλέγονται φθινόπωρο και χειμώνα.

Δεν πρέπει να συγχέονται με τα Μύρτιλα τα οποία, αν ως καρποί μοιάζουν κάπως εξωτερικά, ανήκουν στην οικογένεια των Βακκινίων Vaccinium myrtillus , οπως τα Bilberry: Μύρτιλλο (Vaccinium Myrtillus) Blueberry: Κυανομύρτιλλος ή Κυανόκοκκος Μύρτιλλος (Vaccinium Cyanococcus) Cranberry: Οξύκοκκος Μύρτιλλoς), και δεν έχουν πραγματική συγγένεια με την Μυρτιά

Μύρτιλλααναζήτηση του όρου

Διαβάστε το σχετικό αφιέρωμα ">Μύρτιλλα είναι οι καρποί ένος θάμνου της οικογένειας της οικογένειας. Ερεικίδων (Ericaceae.) του γένους των βακκινίων (Vaccinium).
Καρποί ενός θάμνου Μύρτιλλο, βακκίνιο το Μύρτιλλο, bilberry
Διαβάστε το σχετικό αφιέρωμα

Νταντή (Dundee) κέικαναζήτηση του όρου

Κέικ με ψιλοκομμένα ξερά φρούτα και τόπο καταγωγής το Dundee της Σκωτίας. Χαρακτηριστικό του γνώρισμα το γαρνίρισμά του -πριν το ψήσιμο- με σειρές από ξεφλουδισμένα αμύγδαλα.

Νταριόλ ( Dariole )αναζήτηση του όρου

Μικρά κυλινδρικά φορμάκια που χρησιμοποιούνται για κρέμες, πουτίγκες και ζελέ.

Ντεμεράρα, ζάχαρη ( Demerara )αναζήτηση του όρου

Ανοιχτή καστανή ζάχαρη από τη Βρετανική Γουινέα με μεγάλους κόκκους. Δεν είναι κατάλληλη για κέικ, αλλά χρησιμοποιείται για να γλυκάνει τα δημητριακά στο πρωινό, τα γκρέηπ - φρουτ και το τσάι ή τον καφέ.

Όγκιστ Εσκοφιέαναζήτηση του όρου

Ο Όγκιστ Εσκοφιέ Georges Auguste Escoffier (1846-1935)
Είναι μια μυθική φιγούρα στον χώρο της γαστρονομίας και ήταν ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της μοντέρνας Γαλλικής Κουζίνας.
Πολλές από τις τεχνικές του ήταν βασισμένες σε αυτές του Α. καρέμ (Careme Antonin) αλλά η συμβολή του Εσκοφιέ ήταν να απλοποιήσει και να εξελίξει την κουζίνα του Καρέμ εξαλείφοντας το επιτηδευμένο στυλ
Ονομάστηκε από τους Γάλλους βασιλιάς των σεφ και σεφ των βασιλιάδων {γαλ. roi des cuisiniers et cuisinier des rois, αγγ. king of chefs and chef of kings}

Πάβλοβα (pavlova)αναζήτηση του όρου

Γλυκό από την Αυστραλία ή την Νέα Ζηλανδία που αποτελείται από ένα ρηχό καλάθι μαρέγκας, γεμισμένο με κρέμα σαντιγύ και γαρνιρισμένο με φράουλες, ανανά και φρούτα του πάθους.

Παλέτ (palette-μαχαίρι)αναζήτηση του όρου

Φαρδύ μαχαίρι με στρογγυλή μύτη που χρησιμεύει για να ισιώνει τις κρεμώδεις ή γκλασαρισμένες επιφάνειες από τις τούρτες. Απαραίτητο στην ζαχαροπλαστική.

Παλμιέ (palmiers)αναζήτηση του όρου

Γλυκά μπισκότα από την Γαλλία με ζύμη σφολιάτα που σχηματικά μοιάζουν με τα φύλλα φοινικιάς.

Πανετόνε (pannetone)αναζήτηση του όρου

Ιταλικής προελεύσεως κέικ με μαγιά. Μοιάζει με το αφράτο τσουρέκι και περιέχει κομμάτια ζαχαρωμένων φρούτων (Φρουί γκλασέ) ξηρούς καρπούς, σταφίδες και μπαχαρικά. Είναι εορταστικό γλύκισμα και το φτιάχνουν τα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.

Παντόρο (πανδόρο)αναζήτηση του όρου

Ιταλικής προελεύσεως κέικ με μαγιά. Μοιάζει με το αφράτο τσουρέκι. Είναι εορταστικό γλύκισμα και το φτιάχνουν τα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά.

Παπάγιααναζήτηση του όρου

Τροπικό φρούτο που διαφέρει σε μέγεθος ανάλογα με την ποικιλία του. Μοιάζει με μακρουλό μικρό πεπόνι με φλούδα πράσινη που όσο ωριμάζει, κιτρινίζει. Η σάρκα είναι μαλακή και ζουμερή και η γεύση και το άρωμά του είναι μεταξύ τριαντάφυλλου, ροδάκινου και φράουλας. Τρώγεται ωμό, καθαρισμένο από τη φλούδα του, μόνο του ή σε φρουτοσαλάτες.

Παρί Μπρέστ (Paris-Brest)αναζήτηση του όρου

Γαλλικό γλυκό που αποτελείται από τρία δαχτυλίδια ζύμης σου, πασπαλισμένα πριν το ψήσιμο με αμύγδαλα φιλέ. Όταν κρυώσει, χωρίζεται στη μέση και γεμίζεται με κρέμα ζαχαροπλαστικής και καραμελωμένα αμύγδαλα.

Παρί – Μπρέστ (Paris-Brest)αναζήτηση του όρου

Γαλλικό γλυκό που αποτελείται από τρία δαχτυλίδια ζύμης σου, πασπαλισμένα πριν το ψήσιμο με αμύγδαλα φιλέ. Όταν κρυώσει, χωρίζεται στη μέση και γεμίζεται με κρέμα ζαχαροπλαστικής και καραμελωμένα αμύγδαλα.

Πασπάλισμααναζήτηση του όρου

Ελαφριά επικάλυψη τροφών με αλεύρι, ζάχαρη άχνη ή άλλη λεπτή σκόνη.

Πηκτίνη (pectin)αναζήτηση του όρου

Απαραίτητη για το πήξιμο της μαρμελάδας, βρίσκεται στη φύση σε μερικά φρούτα και λαχανικά αλλά παράγεται και τεχνητά. Είναι ένας υδατάνθρακας στην οικογένεια των πολυσακχαριτών.

Πόντς (punch)αναζήτηση του όρου

Το όνομα προέρχεται από την ινδιάνικη λέξη που σημαίνει «πέντε» και αναφέρεται στα 5 κύρια συστατικά του, δηλαδή : στο οινοπνευματώδες ποτό (π.χ. ρούμι) στο νερό, την ζάχαρη, το λεμόνι και τα μπαχαρικά.

Πορτό (Port)αναζήτηση του όρου

Κρασί από την Πορτογαλία, άσπρο ή κόκκινο ξηρό ή γλυκό. Προστίθεται για άρωμα συχνά σε σούπες, σάλτσες και ζεστά ποτά και σε επίσημα γεύματα. Σερβίρεται μαζί με το τυρί στο τέλος του γεύματος.

Πραλίνα (praline)αναζήτηση του όρου

Καραμελωμένα και ψιλοκοπανισμένα αμύγδαλα (ή άλλο ξηρο καρπό) που χρησιμοποιούνται σαν αρωματικό σε παγωτά, γλυκά και κρέμες.

Ραμεκέν (Ramekin)αναζήτηση του όρου

Μικρό πυρίμαχο σκεύος - μερίδα, με ή χωρίς χερούλια, για ψήσιμο στον φούρνο γλυκών και αλμυρών παρασκευασμάτων.

Ραταφίααναζήτηση του όρου

Γλυκό και δυνατό λικέρ φτιαγμένο από κουκούτσια φρούτων και πικραμύγδαλου με έντονο άρωμα αμυγδάλου. Χρησιμοποιείται κυρίως σαν αρωματικό.

Ραταφίαςαναζήτηση του όρου

Πολύ μικρά και στρογγυλά μπισκοτάκια, που μοιάζουν με μικρογραφία μακαρόν και έχουν γεύση πικραμύγδαλου. Πολύ διαδεδομένα στην Ιταλία.

Ρετσέλι αναζήτηση του όρου

καταγωγή από τον πόντο. Mαρμελάδα πολύ πηχτή. Η υφή και η πυκνότητα της θυμίζει πηχτό γλυκό κουταλιού, ενώ η γεύση της μαρμελάδα.

Σαβαγιάραναζήτηση του όρου

ή σαβουαγιάρ {αγγλ. Ladyfinger (biscuit), ιταλ. Savoiardi, γαλ. biscuits à la cuillère or boudoirs}
μπισκότα με μαρέγκα, πολύ αφράτα, που χρησιμοποιούνται σαν βάση σε πολλά επιδόρπια, το ονομα τους σημαίνει "από το Σαβόι"

ΣαλέπιΣαλέπιαναζήτηση του όρου

(λατ.) Orchis Morio-Orchis mascula, σερνικοβότανο
Σκόνη από αποξηραμένη ρίζα ορχιδέας.
Στην ελληνική μυθολογία, ο Όρχις ήταν γιος μιας νύμφης και ενός σάτυρου.
Στην διάρκεια των εορτών προς τιμή του Βάκχου, επιχείρησε να βιάσει μια ιέρεια. Για την ιεροσυλία αυτή, μεταμορφώθηκε σε ορχιδέα.
Ο Θεόφραστος ήταν ο πρώτος από τους αρχαίους συγγραφείς που αναφέρθηκε στις ορχιδέες. Ήταν αυτός που τους έδωσε την ονομασία Όρχις επιστημονικά, ορμώμενος από τον μύθο του Όρχι και αντανακλώντας την ομοιότητα της διπλοκόνδυλης ρίζας τους με τα ανδρικά γεννητικά όργανα. Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι μπορούσαν να ελέγξουν το φύλο των αγέννητων παιδιών τους τρώγοντας κονδύλους ορχιδέας.
Αν ο πατέρας έτρωγε μεγάλους νεαρούς κονδύλους το παιδί θα ήταν αρσενικό, αν η μητέρα έτρωγε μικρούς κονδύλους το παιδί θα γεννιόταν θηλυκό.

Σαμπαγιόν (Sabayon)αναζήτηση του όρου

Γαλλική εκδοχή της ιταλικής σάλτσας (jabaglione) ζαμπαγιόνε από κρόκους, ζάχαρη, σέρυ και νερό. Καμιά φορά στη σάλτσα προστίθεται σαντιγύ. Σερβίρεται μαζί με γλυκά με φρούτα.

Σαρλότ (Charlotte)αναζήτηση του όρου

Με το όνομα αυτό αποκαλούνται δύο γλυκά που φτιάχνονται μέσα σε ειδική στρογγυλή και βαθιά φόρμα. Το ένα τρώγεται ζεστό και αποτελείται από στρώσεις σαβουαγιάρ, βούτυρο και μήλα κομπόστα. Το άλλο και περισσότερο γνωστό, η σαρλότ ρύς, τρώγεται κρύο και αποτελείται από ζελέ φρούτου, σαβουαγιάρ και μια πλούσια κρέμα.

Σέρυ (Shery)αναζήτηση του όρου

Έτσι ονομάζονται μια κατηγορία ισπανικών κρασιών αναμεμειγμένων με μπράντυ που έχουν διαβαθμίσεις από το ξηρό-μέτριο έως γλυκό σέρυ. Χρησιμοποιείται σαν απεριτίφ, αλλά έχει και πολλές χρήσεις στην μαγειρική-ζαχαροπλαστική.

Σμέουρααναζήτηση του όρου

Σμέουρο ή Νάουρο {λατ. red raspberry, γαλ. framboise (φραμπουάζ)}
Τα σμέουρα, καρπός της σμεουριάς, είναι ένας πολύ νόστιμος, με γλυκιά, ελαφρά ξινή, φρουτώδη, αρωματική γεύση και πολύτιμος διατροφικά καρπός. Δυστυχώς, αν και αυτοφυές στην χώρα μας, παραμένει αμετάφραστο, καθώς συνήθως το μεταφράζουν ως βατόμουρο ή το μεταφέρουν απλά με το γαλλικό του όνομα, "φραμπουάζ", ή ακόμη αναφέρονται και ως "κόκκινα βατόμουρα" - όρος μάλλον αυθαίρετος. Αυτή την παρανόηση βοήθα το γεγονός ότι τα σμέουρα με τα βατόμουρα εμφανισιακά είναι παρόμοια εκτός από μια λεπτομέρεια: το σμέουρο είναι κοίλο από μέσα όταν αποκολληθεί από το φυτό. Το σμέουρο είναι ένα εδώδιμο φρούτο, πολλών υποειδών του γένους Rubus. Περισσότερες πληροφορίες.">σμέουρα, καρπός της σμεουριάς, είναι ένας πολύ νόστιμος, με γλυκιά, ελαφρά ξινή, φρουτώδη, αρωματική γεύση και πολύτιμος διατροφικά καρπός.
Δυστυχώς, αν και αυτοφυές στην χώρα μας, παραμένει αμετάφραστο, καθώς συνήθως το μεταφράζουν ως βατόμουρο ή το μεταφέρουν απλά με το γαλλικό του όνομα, "φραμπουάζ", ή ακόμη αναφέρονται και ως "κόκκινα βατόμουρα" - όρος μάλλον αυθαίρετος.
Αυτή την παρανόηση βοήθα το γεγονός ότι τα σμέουρα, καρπός της σμεουριάς, είναι ένας πολύ νόστιμος, με γλυκιά, ελαφρά ξινή, φρουτώδη, αρωματική γεύση και πολύτιμος διατροφικά καρπός. Δυστυχώς, αν και αυτοφυές στην χώρα μας, παραμένει αμετάφραστο, καθώς συνήθως το μεταφράζουν ως βατόμουρο ή το μεταφέρουν απλά με το γαλλικό του όνομα, "φραμπουάζ", ή ακόμη αναφέρονται και ως "κόκκινα βατόμουρα" - όρος μάλλον αυθαίρετος. Αυτή την παρανόηση βοήθα το γεγονός ότι τα σμέουρα με τα βατόμουρα εμφανισιακά είναι παρόμοια εκτός από μια λεπτομέρεια: το σμέουρο είναι κοίλο από μέσα όταν αποκολληθεί από το φυτό. Το σμέουρο είναι ένα εδώδιμο φρούτο, πολλών υποειδών του γένους Rubus. Περισσότερες πληροφορίες.">σμέουρα με τα βατόμουρα εμφανισιακά είναι παρόμοια εκτός από μια λεπτομέρεια: το σμέουρο είναι κοίλο από μέσα όταν αποκολληθεί από το φυτό.
Το σμέουρο είναι ένα εδώδιμο φρούτο, πολλών υποειδών του γένους Rubus.
Περισσότερες πληροφορίες.

Σομελιέ (Sommelier)αναζήτηση του όρου

Γαλλικός όρος για τον ειδικό σε θέματα κρασιού.

Σορμπέ (Sorbet)αναζήτηση του όρου

Παγωμένο επιδόρπιο από χυμό φρούτου, νερό, ζάχαρη και μαρέγκα. Σερβίρεται ή στο τέλος ενός γεύματος σαν γλυκό ή στη μέση ενός επίσημου γεύματος για να ξεκουράσει και να προετοιμάσει τον ουρανίσκο για τα πιάτα που θα ακολουθήσουν.

Σόρτμπρεντ (Shortbread)αναζήτηση του όρου

Όνομα που αναφέρεται σε ζύμη και σε μπισκότα από τη Σκωτία. Η ζύμη είναι πλούσια, με έντονη γεύση βουτύρου και όταν ψηθεί και κρυώσει, γίνεται τραγανιστή. Κόβεται σε τρίγωνα ή σε μακρόστενα κομμάτια, πασπαλίζεται με ζάχαρη και έχει σαν χαρακτηριστικό τρυπούλες στην επιφάνεια που γίνονται με πιρούνι πριν ψηθεί.

Σουμάδα αναζήτηση του όρου

λευκό αναψυκτικό ποτό, που προέρχεται από γαλάκτωμα αμυγδάλου, θιάσιου ή θίασου, ή κοινώς αμυγδαλόπομα.

Για την παρασκευή της σουμάδας τα ξεφλουδισμένα αμύγδαλα αφού αλεσθούν ή κοπανισθούν αφήνονται για κάποιο χρονικό διάστημα μέσα σε νερό το οποίο απορροφά το χυμό τους. Μετά τον αποστραγγισμό τους, το νερό βράζεται με προσθήκη ζάχαρης μέχρι να "δέσει" το σιρόπι. Στη συνέχεια το σιρόπι αυτό διαλύεται σε νερό όπως η βυσινάδα και προσφέρεται κρύο ως αναψυκτικό.

Στην Ελλάδα η σουμάδα θεωρείται λόγω χρώματος ως γαμήλιο ποτό και για τούτο προσφέρεται κυρίως σε γάμους, εξ ου και η ευχή: "και στις σουμάδες σου!" που είναι ανάλογη με την ευχή "και στα δικά σου!".

Σχίνοςαναζήτηση του όρου

Ο σχίνος είναι γένος αειθαλών θάμνων με πολύ μεγάλη εξάπλωση στον Μεσογειακό χώρο. Η επιστημονική τους ονομασία είναι Πιστακιά. Περιλαμβάνει το μαστιχόδενδρο Πιστακία η λεντίσκος (Pistacia lentiscus) τη φιστικιά (Pistacia vera) και την τριμιθιά (Pistacia terebinthus). Αναπτύσσονται σε χαμηλότερα υψόμετρα και σε παραθαλάσσιες περιοχές. Συχνά το σχίνο αποκτά και δενδρώδη μορφή και μπορεί να φτάσει σε ύψος τα 5 μέτρα. Οι καρποί του είναι μικροί, σφαιρικοί με έντονο κόκκινο χρώμα. Η περίοδος ανθοφορίας του σχίνου είναι από Μάρτιο έως και Ιούνιο.

Μία ποικιλία του σχίνου, η Πιστακία η λεντίσκος η Χία (Pistacia lentiscus var. Chia), που είναι ενδημικό φυτό της Χίου είναι το δέντρο που παράγει την χιώτικη μαστίχα και αναφέρεται συχνά και ως μαστιχόδενδρο.

Οι τρυφεροί βλαστοί της τρεμιθιά διατηρούνται, σύμφωνα με το Γαληνό, μέσα σε ξίδι ή αλατόνερο όπως και οι βλαστοί της κάπαρης. Στο Πήλιο οι βλαστοί αυτοί λέγονται Τερέβινθος ">τσιτσίραβλα (και το δέντρο Τσιτσιρεβιά).

Τάρτα Τατέν (Tarte Tatin)αναζήτηση του όρου

Η διάσημη γαλλική τάρτα των αδελφών Τατέν, όπου μήλα πασπαλισμένα με ζάχαρη, σκεπάζονται με γλυκιά ζύμη και όταν ψηθούν, αναποδογυρίζονται και καραμελώνονται κάτω από ζεστό γκρίλ.

Τερέβινθος αναζήτηση του όρου

Pistacia lentiscus
Η τερέβινθος ή τσικουδιά ή κοκκορεβυθιά ή τραμιθιά ή και τριμιθιά (στην Κύπρο), κοκκορέτσα ή Κοκκορετσιά (Αττική)(Pistacia terebinthus), Τσιτσιρεβιά (στο Πήλιο), είναι ένα δένδρο πολύ γνωστό στην περιοχή της Μεσογείου, για τους νόστιμους και πικάντικους καρπούς του.

Οι τρυφεροί βλαστοί της τρεμιθιά διατηρούνται, μέσα σε ξίδι ή αλατόνερο όπως και οι βλαστοί της κάπαρης. Στο Πήλιο οι βλαστοί αυτοί λέγονται Τερέβινθος ">τσιτσίραβλα (και το δέντρο Τσιτσιρεβιά).

Τραϊφλ (Trifle)αναζήτηση του όρου

Αγαπητό παραδοσιακό Βρετανικό γλυκό. Αποτελείται από παντεσπάνι περιχυμένο με σέρυ, κρέμ ανγκλαίζ, σαντιγύ και μεγάλη ποικιλία από στολίσματα. Υπάρχουν αναρίθμητες μοντέρνες εκδοχές που περιέχουν ζελέ φρούτα, λικέρ, αμύγδαλα κτλ.

Τσάγαλοαναζήτηση του όρου

Άγουρο αμύγδαλο με την πράσινη μαλακό περίβλημα

Τσελεμεντέςαναζήτηση του όρου

Ο Νικόλαος Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια">Τσελεμεντές (1878 - 1958) ήταν Έλληνας αρχιμάγειρας του 20ου αιώνα. Καταγόταν απ' το χωριό Εξάμπελα της Σίφνου και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τέλειωσε το Γυμνάσιο. Αρχικά δούλεψε σαν υπάλληλος συμβολαιογραφείου, άρχισε όμως να ασχολείται περισσότερο με τη μαγειρική εργαζόμενος στο μαγαζί του πατέρα και του θείου του. Σπούδασε για ένα χρόνο μαγειρική στη Βιέννη και γυρνώντας εργάστηκε για διάφορες πρεσβείες. Έγινε αρχικά γνωστός με το περιοδικό "Οδηγός Μαγειρικής" που άρχισε να εκδίδει το 1910, που περιείχε -εκτός των συνταγών- διατροφικές συμβουλές, διεθνή κουζίνα, νέα για τη μαγειρική κ.α. Το 1919 έγινε διευθυντής του ξενοδοχείου "Ερμής", ενώ τον επόμενο χρόνο έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε σε μερικά απ' τα ακριβότερα εστιατόρια του κόσμου, κάνοντας παράλληλα και ανώτερες σπουδές μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής και διαιτολογίας. Γύρισε στην Ελλάδα το 1932, ίδρυσε μια μικρή σχολή μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής και κυκλοφόρησε το γνωστό βιβλίο του με συνταγές, που όντας ο πρώτος ολοκληρωμένος οδηγός μαγειρικής, γνώρισε πάνω από δεκαπέντε επίσημες ανατυπώσεις τις επόμενες δεκαετίες. Επηρεασμένος απ' τη γαλλική κουζίνα, υπήρξε εκσυγχρονιστής της ελληνικής κουζίνας, καθώς χάρη σ' αυτόν οι Ελληνίδες νοικοκυρές έμαθαν τη μπεσαμέλ, τα πιροσκί και τη μπουγιαμπέσα,[1][2] πράγμα που κατά μερικούς ισοδυναμούσε με νόθευση της ελληνικής κουζίνας με ευρωπαϊκά στοιχεία.[3] Το όνομά του είναι σήμερα συνώνυμο των οδηγών μαγειρικής, ενώ χρησιμοποιείται και σαν πείραγμα προς κάποιον που ξέρει να μαγειρεύει πολύ καλά.

πηγή: Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Τσιτσίραβλα αναζήτηση του όρου

Τερέβινθος

Υποβρύχιοαναζήτηση του όρου

γλυκό από ζάχαρη αρωματισμένη με βανίλια ή μαστίχα, όταν σερβίρεται με το κουταλάκι μέσα σε ένα ποτήρι νερό

Φάτζ (Fudge)αναζήτηση του όρου

Ένα μαλακό γλυκό παρασκεύασμα από σιρόπι, γάλα, βούτυρο και μυρωδικά. Καμιά φορά με ξηρούς καρπούς, φρούτα, σοκολάτα ή καφέ. Είναι σπεσιαλιτέ της Αγγλίας και Αμερικής.

Φλαμπέ (Flamber)αναζήτηση του όρου

Γαλλικός όρος, που σημαίνει το να περιχύνει κανείς τροφές με ζεσταμένο αλκοόλ και να το ανάβει πριν να σερβίρει.

Φλάν (Flan)αναζήτηση του όρου

Γαλλικός όρος για μια ανοιχτή τάρτα με κρέμα. Επίσης ένα άλλο όνομα για την κρέμα καραμελέ, που χρησιμοποιείται στην Ισπανία και Πορτογαλία.

Φλάπζακ (Flapjack)αναζήτηση του όρου

Τραγανό μπισκότο από νιφάδες βρώμης, βούτυρο, ζάχαρη. Ψήνεται σε ρηχό ταψί και κόβεται συνήθως σε τετράγωνα κομμάτια ή μπαστουνάκια.

Φούλ (Fool)αναζήτηση του όρου

Παλιό αγγλικό γλυκό που παρασκευάζεται από ίσες ποσότητες πουρέ φρούτου και κρέμας ή σαντιγύ. Είναι πολύ δημοφιλές με πουρέ μήλου.

Φρανζιπάν (Frangipane)αναζήτηση του όρου

Γαλλικός όρος για κρέμα ζαχαροπλαστικής που περιέχει κομμένη ή αλεσμένη αμυγδαλόψυχα. Χρησιμοποιείται σαν γέμιση σε τάρτες και τούρτες.

αλισίβααναζήτηση του όρου

Αλκαλικό διάλυμα. (Μαλακώνει το νερό. Αλλάζει το PH.) Η αλισίβα λαμβάνεται από την τέφρα ξύλων (στάχτη), αφού βράσει με νερό (κοινώς σταχτόνερο). Χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό των οικιακών σκευών ή, αφού κατασταλάξει, των ασπρόρουχων. Επίσης χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική κατά την παρασκευή κουραμπιέδων, μελομακάρονων κ.ά.

Συνταγή:
Βράζουμε 3 κουταλιές καθαρή σταχτή σε 1 φλιτζάνι νερό. Αφήνουμε να κατασταλάξει κι έπειτα σουρώνουμε το υγρό σε πολύ λεπτό σουρωτό ή χρησιμοποιούμε φίλτρο του καφέ.
Διατηρείται στο ψυγείο αρκετό καιρό.

Αμαρέττοαναζήτηση του όρου

λικέρ απο απόσταγμα κουκουτσίων αμυγδάλων και/ή βερύκοκων. Έχει ιταλική καταγωγή

αμύγδαλα ασπρισμένααναζήτηση του όρου

Βάζουμε νερό ως τη μέση σε ένα κατσαρολάκι. Όταν αρχίσει να βράζει ρίχνουμε τα αμύγδαλα, χωρίς το σκληρό κέλυφος (δηλ. μόνο με την καφέ φλούδα). Χαμηλώνουμε το μάτι και, με ανοικτή την κατσαρόλα, τα αφήνουμε να πάρουν 2-3 βράσεις. Τα σουρώνουμε και, όσο είναι ακόμη πολύ ζεστά, τα τρίβουμε ανάμεσα στον αντίχειρα και στον δείκτη μας, βγάζοντας την φλούδα.

αμυγδαλόπαστααναζήτηση του όρου

Η αμυγδαλόπαστα είναι ένα γλύκισμα από αμύγδαλα. Συνήθως έχει 65% περιεκτικότητα σε αμύγδαλο και 35% σε ζάχαρη, ενώ μερικές φορές περιέχει ροδόνερο.

Προέρχεται από τις γερμανικές πόλεις στην Θάλασσα της Βαλτικής. Ειδικά το Λίμπεκ είναι γνωστό για το Lübeker Marzipan.

Για την προέλευση του ονόματος μάρτσιπαν (Marzipan) υπάρχουν διάφορες θεωρίες, από την ελληνική λέξη μάζα, μέχρι τη λατινική Marci Panis (το ψωμί του Μάρκου) και την περσική μαρσάμπαν.

άνθος αραβοσίτουάνθος αραβοσίτουαναζήτηση του όρου

το άμυλο καλαμποκιού, που χρησιμοποιείται για να πήζει κρέμες και σάλτσες.

Synonyms: κορν φλάουρ, μαϊζένα, Νισεστέ(ς)
γάλα καρύδαςαναζήτηση του όρου

Το γάλα καρύδας βγαίνει από επεξεργασία της ψίχας της καρύδας.
Το χρώμα και η γεύση του γάλακτος καρύδας είναι αποτέλεσμα της υψηλής περιεκτικότητας σε καρυδέλαιο και ζάχαρη καρύδας. Είναι πηκτό υγρό με πλούσια γεύση και αρκετές θερμίδες. Συντηρείται στο ψυγείο για μερικές ημέρες.
Μη το μπερδεύετε με το υγρό που υπάρχει μέσα στην καρύδας - αυτό είναι το νερό καρύδας.

Δέσει το σιρόπιαναζήτηση του όρου

Δέσιμο σιροπιού:
Ρίχνουμε μια σταγόνα σε πιατάκι. Αν η σταγόνα μείνει και δεν απλώσει, τότε το σιρόπι είναι έτοιμο

ζάχαρηαναζήτηση του όρου

ζάχαρη (επιστημονική ονομασία σακχαρόζη) είναι κρυσταλλική γλυκαντική ουσία που ανήκει στους δισακχαρίτες. Ο χημικός της τύπος είναι C12H22O11. H λέξη ζάχαρη προέρχεται ετυμολογικά από την σανσκριτική λέξη śarkara

--ακατέργαστη ζάχαρηαναζήτηση του όρου

Raw cane sugar
Η ακατέργαστη ζάχαρη είναι αυτό που προκύπτει από την επεξεργασία διαχωρισμού της μελάσας από το ζαχαροκάλαμο, μέχρι να έχουμε λευκή ραφιναρισμένη ζάχαρη. Η ακατέργαστη ζάχαρη στην πραγματικότητα είναι μερικώς ακατέργαστη. Το χρώμα της είναι ανοιχτόχρωμο καστανό

--άχνη ζάχαρηαναζήτηση του όρου

Πρόκειται για κρυσταλλική ζάχαρη που έχει αλεστεί πολύ καλά.
Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις που θέλουμε η ζάχαρη να λιώσει γρήγορα, σε γλάσο ζαχαροπλαστικής, διακόσμηση γλυκών κ.λ.π..
Πολλές φορές μπορεί να περιέχει μικρή ποσότητα κορν φλάουρ σαν πρόσθετο ροής.

--μαύρη ζάχαρηαναζήτηση του όρου

Brown sugar
Είναι χαρακτηριστική για την υγρασία της. Το χρώμα μπορεί να διαφέρει από ανοιχτό έως πολύ σκούρο. Στο παρελθόν ήταν ζάχαρη που κατά την κατεργασία είχε αφεθεί ποσότητα μελάσας. Τώρα φτιάχνεται από ραφιναρισμένη λευκή ζάχαρη στην οποία προστίθεται μελάσα. Το χρώμα διαφέρει ανάλογα με την ποσότητα της μελάσας που περιέχει.

Καβουρδισμένααναζήτηση του όρου

Συνήθως αναφέρεται σε ξηρούς καρπούς.
Απλώνουμε τους ξηρούς καρπούς σε ταψάκι και τα βάζουμε κάτω από το καυτό γκριλ, μέχρι να πάρουν χρώμα και από δυο τους πλευρές.

κανέλα αναζήτηση του όρου

Cinnamon
παχαρικό το οποίο προέρχεται από το δέντρο Cinamomum Celylanicum και Cinamomum Cassia γνωστό και ως Κασσιά. Καλλιεργείται στην Κεϋλάνη, Ινδία, Κίνα, Αντίλλες και αλλού. Το δέντρο της κανέλας μπορεί να ξεπεράσει τα δέκα μέτρα, αυτό όμως που καλλιεργείται για συγκεκριμένη εκμετάλλευση φτάνει έως και δύο ή τρία μέτρα.

Η κανέλα όπως την γνωρίζουμε εξάγεται από τη φλούδα (φλοιό) των κλαδιών του δέντρου. Η "συγκομιδή" της γίνεται κάθε δύο χρόνια, όπου κόβονται όλα τα κλαδιά διαμέτρου έως και 5 εκατοστών και κατόπιν ξεφλουδίζονται. Αφαιρείται το εσωτερικό μέρος κάθε φλούδας και χρησιμοποιείται ο εξωτερικός φλοιός ο οποίος επεξεργάζεται μέχρι να αποκτήσει καστανοκόκκινο χρώμα.

κονιάκαναζήτηση του όρου

Οινοπνευματώδες ποτό που παράγεται με διπλή απόσταξη κρασιού, και στη συνέχεια παλαιώνει σε δρύινα βαρέλια. Ετυμολογία: κονιάκ < γαλλική cognac < Cognac, πόλη της Γαλλίας

κορν φλάουρκορν φλάουραναζήτηση του όρου

το άμυλο καλαμποκιού, που χρησιμοποιείται για να πήζει κρέμες και σάλτσες.

κρέμα καρύδαςαναζήτηση του όρου

Η κρέμα καρύδας είναι γάλα καρύδας απ' όπου έχουμε αφαιρέσει νερό.

κρεμόριοαναζήτηση του όρου

ξινό, ταρταρικό οξύ ή κρεμόριο, cream of tartar (όξινο τρυγικό κάλιο)
Σκόνη που βοηθάει να δοθεί περισσότερος όγκος στην μαρέγκα και μία πιο κρεμώδη σύσταση στα ζαχαρούχα επιδόρπια, όπως η καραμέλα και το παγωτό

κ.τ.γ. αναζήτηση του όρου

κουταλάκι του γλυκού.

κ.τ.σ.αναζήτηση του όρου

κουταλιά της σούπας

λουίζααναζήτηση του όρου

αγγλ. Lemon Verbena
Η λουίζα (λατ. Lippia triphylla) ή αλλιώς λεμονόχορτο είναι γνωστή κυρίως λόγω της χαρακτηριστικής μυρωδιάς λεμονιού που έχει. Αν και το φυτό κατάγεται από την Αμερική, έχει πλήρως εγκλιματιστεί στη χώρα μας. Το αφέψημά του έχει μια πολύ ευχάριστη γεύση και είναι πολύ υγιεινό. Θεωρείται βοηθητικό του αδυνατίσματος, αντιπυρετικό, στομαχικό, τονωτικό αλλά και καταπραϋντικό

μαϊζέναμαϊζένααναζήτηση του όρου

αγγλ. Maizena
το άμυλο καλαμποκιού, που χρησιμοποιείται για να πήζει κρέμες και σάλτσες.

μακαντάμια μακαντάμια αναζήτηση του όρου

(macadamia) φουντούκια. Ξηρός καρπός από το Κουΐνσλαντ της Αυστραλίας με σχήμα φουντουκιού. Η γεύση τους είναι ήπια και θυμίζει βούτυρο. Έχουν σκληρό και γυαλιστερό κέλυφος και ψήνονται συνήθως σε λάδι καρύδας. Βασικό συστατικό σε πιάτα Μαλαισίας, Ινδονησίας. Υπερβολικά πλούσια σε θερμίδες (700 ανά 100 γρ). Πλούσια σε μαγνήσιο.

Μαρέγκα αναζήτηση του όρου

ασπράδια αυγών χτυπημένα μέχρι να γίνει ένα σφιχτό και αφράτο μείγμα.

Φροντίστε τα αυγά να βγουν από το ψυγείο τουλάχιστον μισή ώρα πριν χρησιμοποιηθούν, ώστε να αποκτήσουν θερμοκρασία δωματίου. Όλα τα σκεύη και τα εργαλεία που θα χρησιμοποιήσετε πρέπει να είναι καθαρά και στεγνά. Το χτύπημα δεν πρέπει να γίνεται στο πολύ δυνατό γιατί αν η μαρέγκα πάρει πολύ αέρα, ξεφουσκώνει μετά. Το ασπράδι πρέπει να χωριστεί καλά από τον κρόκο. Ακόμη και μια ελάχιστη ποσότητα κίτρινου από τον κρόκο, μπορεί να κάνει την μαρέγκα να μην ανέβει σωστά. Γι' αυτό καλό είναι να ξεχωρίζετε πρώτα κάθε ασπράδι σε μικρό μπολ και εφόσον είναι απόλυτα καθαρό από κρόκο να το προσθέτετε στο μπολ με τα υπόλοιπα ασπράδια. Το ψήσιμο πρέπει να γίνει σε χαμηλή θερμοκρασία για πολύ ώρα, συνήθως στους 100 οC για 2 περίπου ώρες και στη μεσαία σχάρα της κουζίνας (εφόσον η πάνω και κάτω αντίσταση του φούρνου σας εκπέμπουν την ίδια θερμότητα, αλλιώς προσαρμόζετε αντίστοιχα τη θέση ψησίματος).

Μαρζιπάν αναζήτηση του όρου

αγγλ. Marzipan
είναι ένα γλύκισμα από αμύγδαλα. Συνήθως έχει 65% περιεκτικότητα σε αμύγδαλο και 35% ζάχαρη, και μερικές φορές περιέχει ροδόνερο.

Προέρχεται από τις γερμανικές πόλεις στην Θάλασσα της Βαλτικής. Ειδικά το Λίμπεκ είναι γνωστό για το Lübeker Marzipan.

Για την προέλευση του ονόματος μάρτσιπαν (Marzipan) υπάρχουν διάφορες θεωρίες, από την ελληνική λέξη μάζα, μέχρι τη λατινική Marci Panis (το ψωμί του Μάρκου) και την περσική μαρσάμπαν.

μαχλέπιαναζήτηση του όρου

μουχαλεμπί αγγλικά: MAHALEB λατινικά: CERASUS MAHALEB
Σπόρους του φυτού mahaleb cerasus (είδος αγριοκερασιάς) προσθέτει Χρησιμοποιήται σε ψωμιά και τσουρέκια

Μελάσααναζήτηση του όρου

Η μελάσα είναι παραπροϊόν της ζάχαρης

μοσχοκάρυδο αναζήτηση του όρου

αγγλ. nutmeg
Το μοσχοκάρυδο είναι μπαχαρικό και προέρχεται από τα σπόρια του δέντρου της μοσχοκαρυδιάς. Έχει ωραίο δυνατό και διαπεραστικό άρωμα και έντονη σχεδόν γλυκιά γεύση.

Στην αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν σαν θυμίαμα. Κατά το 16ο αιώνα απέκτησε μεγάλη σημασία γιατί ήταν σπάνιο και ακριβό μπαχαρικό και οι Ολλανδοί έμποροι σχεδίαζαν ακόμα και καταστροφές των φυτειών στην Ινδονησία έτσι ώστε να κρατήσουν την τιμή του υψηλή.

Μετά από την συγκομιδή των καρπών της μοσχοκαρυδιάς, τα σπόρια αφαιρούνται και ξεραίνονται στον ήλιο και για περίπου 1,5 μήνα. Στη συνέχεια το ξερό κέλυφος σπάζεται και μαζεύεται η ψίχα. Τα μοσχοκάρυδα είναι στρογγυλά, έχουν χρώμα γκριζωπό και η επιφάνεια τους είναι ρυτιδωμένη. Περιέχουν αιθέρια έλαια σε ποσότητα περίπου 10%.

Το μοσχοκάρυδο χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική, στην αρτοποιία, στη μαγειρική, στον αρωματισμό των λουκάνικων και κρεάτων, σε διάφορες σάλτσες αλλά και λικέρ.

Από τη σύνθλιψη του βγαίνει έλαιο που ονομάζεται βούτυρο του μοσχοκάρυδου. Έχει χρήσεις στη φαρμακευτική στη σαπωνοποιία και την αρωματοποιία.

μπαμπάςαναζήτηση του όρου

γλύκισμα από αραιή ζύμη. Διαποτίζεται με σιρόπι και γαρνίρεται με άσπρη κρέμα και κερασάκι στην κορφή.

Μπέικιγκ πάουντεραναζήτηση του όρου

baking powder. Αυξητικό στοιχείο όγκου για ψωμί και ζύμες. Όταν μουλιάσει σε νερό παράγει διοξείδιο του άνθρακα με αποτέλεσμα η ζύμη να φυλακίζει φυσαλίδες αέρα και να γίνεται πιο αφράτη. Υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη. Όλα συνδυάζουν αλκαλικά και όξινα συστατικά.

μπέικιγκ σόδααναζήτηση του όρου

baking soda ή Μαγειρική σόδα. Διττανθρακικό νάτριο (σόδα). Αυξητικό στοιχείο όπως είναι και το baking powder, αλλά σε συνδυασμό με οξύ, όπως είναι το ξινισμένο γάλα

μπεν-μαρί αναζήτηση του όρου

(Bain-Marie) Γαλλικός όρος που αναφέρεται στον τρόπο θέρμανσης ή μαγειρέματος.
Περιλαμβάνει ένα μεγάλο σκεύος π.χ. ένα ταψί φούρνου ήκατσαρόλα, γεμισμένο με ζεστό νερό, μέσα στο οποίο τοποθετούνται μικρότερα δοχεία ή κατσαρόλες. Το νερό θα προσέξετε να είναι πολύ ζεστό χωρίς να βράζει.

Νισεστέαναζήτηση του όρου

Νισεστέ(ς) σημαίνει στα τουρκικά άμυλο. Έτσι ονομάζουμε το άμυλο καλαμποκιού, που χρησιμοποιείται για να πήζει κρέμες και σάλτσες.
Παλαιοτέρα σήμαινε οποιοδήποτε άμυλο και οι νοικοκυρές το έφτιαχναν μόνες τους από σιτάρι.

ξάφρισμααναζήτηση του όρου

η αφαίρεση του αφρού που σχηματίζεται στην επιφάνεια κατά το βράσιμο μαρμελάδων, μούστου κ.λ.π.

ξυνόαναζήτηση του όρου
παστοκύδωνοπαστοκύδωνοαναζήτηση του όρου

Γλυκό που φτιάχνεται με πολτοποιημένο κυδώνι και ζάχαρη.

πιπερόριζαπιπερόριζααναζήτηση του όρου

Oι Aσιάτες το έλεγαν ζιντεμέλ, οι Ευροπαίοι το είπαν τζίντζερ (ginger) και οι Έλληνες πιπερόριζα.
Η πιπερόριζα (τζίντζερ - Ginger) χρησιμοποιείται εκτενώς στην μαγειρική στην Ελλάδα. Παλαιότερα μάλιστα ήταν βασικό συστατικό πολλών φαγητών στην Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη. Υπάρχει σε όλα τα παλαιά βιβλία μαγειρικής. Μετά, η χρήση της ατόνησε και ξανάρθε, από το εξωτερικό αυτή τη φορά - κυρίως από τις ανατολικοασιατικές κουζίνες και από την δυτική μαγειρική που ήδη την χρησιμοποιεί πολύ.

πρέζααναζήτηση του όρου

ποσότητα που μπορούμε να πιάσουμε ανάμεσα στα δύο δάχτυλά μας, αντίχειρα και δείκτη

ΡικόταΡικότααναζήτηση του όρου

(Ricotta) Ιταλικό τυρί που μοιάζει με το δικό μας ανθότυρο. δεν έχει πολλά λιπαρά και είναι πολύ νόστιμο σε πολλά επιδόρπία με τυρί.

σαντιγίαναζήτηση του όρου

κρύα κρέμα που παρασκευάζεται από κρέμα γάλακτος χτυπημένη. Μπορεί να έχει προσθήκη ζάχαρης και κάποιων αρωματικών

ταρταρικό οξύαναζήτηση του όρου
ταχίνιαναζήτηση του όρου

πολτός από αλεσμένους καρπούς σουσαμιού

υποβρύχιοαναζήτηση του όρου

50 γρ νερό
150 γρ γλυκόζη
220 γρ ζάχαρη
1 κ.σ. χυμός λεμονιού
5 γρ μαστίχα Χίου σε σκόνη
5 γρ βανίλια σκόνη

Ρίχνουμε όλα τα υλικά, εκτός της βανίλιας, σε μια κατσαρόλα και βράζουμε μέχρι να καραμελώσει. Δοκιμάζουμε και ρίχνουμε μια σταγόνα σε κρύο νερό. Όταν δεν διαλύεται αλλά ούτε και σκληραίνει πολύ, τότε είναι έτοιμο.
Κατεβάζουμε από την φωτιά και αφήνουμε λίγο να κρυώσει - περίπου 5 λεπτά. Ρίχνουμε την βανίλια και ανακατεύουμε συνέχεια μέχρι να ασπρίσει.

φασκόμηλο ή σάλβια αναζήτηση του όρου

Αρωματικό χόρτο με τρυφερά φύλλα. Έχει άλλοτε έντονο και άλλοτε διακριτικό άρωμα, ανάλογα με την ποικιλία. Το αιθέριο έλαιο του φασκόμηλου είναι αντισηπτικό, ρυθμίζει την εφίδρωση και τονώνει την κυκλοφορία του αίματος. Βοηθά πάρα πολύ στην αποκατάσταση δυσλειτουργιών του δέρματος και είναι πολύ καλό κατά της τριχόπτωσης. Ακόμη, είναι από τα καλύτερα τονωτικά του μυαλού αλλά και του σώματος.

φιστικοβούτυρο αναζήτηση του όρου

πάστα που παρασκευάζεται από αλεσμένα ξεροψημένα αράπικα φιστίκια

Φρουί γκλασέαναζήτηση του όρου

(fruit glace) - Κόντιτα
Φρούτα επεξεργασμένα με μία γυαλιστερή επικάλυψη με σιρόπι από ζάχαρη

Sour creamαναζήτηση του όρου

Κρέμα γάλακτος φρέσκια, με γεύση ελαφρώς ξινή. Μπορεί να αντικατασταθεί από κρέμα γάλακτος χτυπημένη με λίγες σταγόνες λεμόνι.

Stollenαναζήτηση του όρου

Στόλεν
Παραδοσιακό Γερμανικό χριστουγεννιάτικο κέικ. Φτιάχνεται με μαγιά και γεμίζεται με ξηρούς καρπούς και φρούτα - μπορεί και με αμυγδαλόπαστα. Είναι πάντα πασπαλισμένο με ζάχαρη άχνη.