Bανίλια
(αγγ. Vanilla) Η αγνή βανίλια, με την υπέροχη αρωματική της γεύση, είναι το πιο διαδεδομένο χρησιμοποιούμενο αρωματικό σε πάστες, γλυκίσματα και άλλα επιδόρπια. Είναι το δεύτερο ακριβότερο αρωματικό γεύσης, μετά το σαφράν (κρόκος, saffron), εξαιτίας κυρίως της εκτεταμένης φροντίδας που χρειάζεται για την ανάπτυξή της.
Μέχρι τον 19ο αιώνα, οι προσπάθειες για την καλλιέργειά της εκτός του τόπου καταγωγής της, το Μεξικό, συνάντησαν την αποτυχία. Τότε ήταν που, κατόπιν εκτεταμένης παρατήρησης, ανακαλύφθηκε η σχέση μεταξύ του αναρριχητικού φυτού που παράγει την ορχιδέα βανίλια και του τοπικού είδους μέλισσας Melipona που γονιμοποιεί το φυτό. Ανακαλύφθηκε επίσης ότι η γονιμοποίηση μπορεί να πραγματοποιηθεί με το χέρι, ανοίγοντας έτσι τις πόρτες για την δυνατότητα επιτυχούς καλλιέργειας σε παρεμφερή τροπικές κλιματικές συνθήκες. Η χειρωνακτική γονιμοποίηση είναι ένα μόνο από τα κοπιαστικά στάδια παραγωγής της βανίλιας, με την επίσης χειρωνακτική συγκομιδή να απαιτεί καθημερινό έλεγχο κάθε 'ραβδιού' βανίλιας πάνω στο φυτό για την κατάλληλη ημέρα κοπής.
Παρά τις μακρόχρονες προσπάθειες χημικών γεύσης να παράξουν φθηνότερη, συνθετική βανίλια, η αγνή βανίλια παραμένει ασυναγώνιστη στις προτιμήσεις του κόσμου.
Το δημοφιλέστερο υποκατάστατο της βανίλιας, είναι η βανιλλίνη. Ουσιαστικά είναι ένα μόνο από τα πολλά αναγνωρισμένα αρωματικά συστατικά της βανίλιας. Είναι οργανικό μείγμα, το οποίο παράγεται πλέον συνθετικά και δεν διαφέρει χημικά από την φυσική βανιλλίνη.