Iστορία της έκδοσης στην Ελλάδα 1830-1974: μια επισκόπηση

1830-1880

Η παραγωγή του βιβλίου στην Ελλάδα ξεκίνησε ουσιαστικά εκ του μηδενός μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Μέχρι τότε το ελληνικό βιβλίο παραγόταν στα τυπογραφεία της δυτικής Ευρώπης. Από εκεί μεταφερόταν στην Ελλάδα και απευθυνόταν σε ένα περιορισμένο μορφωμένο κοινό. Η δημιουργία ελεύθερου ελληνικού κράτους άλλαξε το κοινωνικό περιβάλλον του βιβλίου. Ο παράγοντας που επέδρασε ώστε να διαμορφωθεί ένα νέο τοπίο στη χώρα και άρχισε να εκδηλώνεται από νωρίς, ήταν η επανάσταση στην «ανάγνωση». Πρώτα-πρώτα οι εφημερίδες οι οποίες μεταφέρουν νέα, αντιπαραθέσεις αλλά και “διατριβές” και αναγνώσματα, εκδίδονται μαζικά και διαδίδονται σε όλη τη χώρα και διαβάζονται ατομικά ή δημόσια. Ο δεύτερος καταλύτης της αναγνωστικής επανάστασης ήταν το μυθιστόρημα, το οποίο μεταφραζόταν κυρίως από τα γαλλικά και δημοσιευόταν σε περιοδικά και εφημερίδες. Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα συντελείται αυτή η αλλαγή στην αναγνωστική συμπεριφορά, που συνίσταται στο πέρασμα από την κυκλική/ εντατική ανάγνωση -χαρακτηριστικό της παραδοσιακής θρησκευτικής κουλτούρας- στη γραμμική/ εκτατική ανάγνωση, που διαμορφώνει τη νέα αστική κουλτούρα.

Το κύκλωμα του βιβλίου σε αυτές τις συνθήκες πατάει πάνω στην παράδοση του Διαφωτισμού και χαρακτηρίζεται από τον τρόπο της λογιοσύνης. Αυτό το βλέπουμε στις μεγάλες ιδιωτικές βιβλιοθήκες που έχουν σχηματιστεί από τον καιρό της Οθωμανικής εποχής και στη βιβλιοφιλία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι προύχοντες της Πελοποννήσου, οι αδελφοί Σισίνη στη Γαστούνη, ή οι Νοταράδες στην Κόρινθο που έχουν προσχωρήσει στην κουλτούρα της μόρφωσης και των οποίων οι βιβλιοθήκες εντυπωσίασαν τον Πουκεβίλ στις αρχές του 19ου αιώνα.

Η ίδρυση ανεξάρτητου κράτους διεύρυνε δραστικά αυτό το πεδίο. Η κλίση της κοινωνίας προς την εκπαίδευση, η θεμελίωση του σχολικού συστήματος, η ίδρυση του Πανεπιστημίου (στην οποία συνεισέφεραν όλα τα κοινωνικά στρώματα) διαμορφώνουν ένα μόνιμο πλαίσιο κι ένα δυνάμει καταναλωτικό κοινό για την παραγωγή και την κυκλοφορία του βιβλίου.

Το εκπαιδευτικό σύστημα δημιούργησε την πρώτη συστηματική δομή διακίνησης του (σχολικού) βιβλίου. Οι 6 χιλιάδες μαθητές του 1830 έφτασαν τους 80 χιλιάδες το 1879, περίπου το 40% των παιδιών σε σχολικής ηλικίας, ενώ μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα είχαν ξεπεράσει τους 150.000. Το κράτος εγκατέλειψε σύντομα το μονοπώλιο, αφήνοντας το πεδίο στον ιδιωτικό τομέα, μια πρακτική που οδήγησε σε αδιέξοδο στο εκπαιδευτικό επίπεδο, αλλά διαμόρφωσε μια αγορά του βιβλίου.

Πέρα από το σχολικό σύστημα δημιουργήθηκαν και άλλες θεσμικές υποδοχές για το βιβλίο. Το 1829 ιδρύθηκε από τον Κυβερνήτη Καποδίστρια στην Αίγινα η πρώτη Δημόσια Βιβλιοθήκη του κράτους η μετέπειτα Εθνική Βιβλιοθήκη και μετά την Συνταγματική Επανάσταση του 1843 και τη λειτουργία Κοινοβουλίου δημιουργήθηκε η Βιβλιοθήκη της Βουλής.

Αν η ανάγνωση έχει πάρει το δρόμο της κοινωνικής της διάχυσης, το βιβλίο καθαυτό παρέμενε στο στενό πεδίο του κόσμου της λογιοσύνης. Αυτή η λειτουργία αποτυπώνεται τόσο στους τίτλους όσο και στις βιβλιοκριτικές διατριβές που δημοσιεύονται σε φιλολογικά περιοδικά όπως η Πανδώρα, η Ευτέρπη κλπ. Η λαϊκή αναγνωστική ανάγκη εξυπηρετήθηκε περισσότερο από χαμηλού κόστους εκδόσεις φυλλαδίων: η παραδοσιακή θρησκευτική αναγνωστική λειτουργία με ψαλτήρια, βίους αγίων, τα λαϊκά ενδιαφέροντα με καζαμίες, ημερολόγια, ιστορικά μυθιστορήματα ή με περιπετειώδη παραλογοτεχνία σε συνέχειες. Αυτά είναι τα είδη των εκδόσεων που ανταποκρίνονται στα ενδιαφέροντα του αναγνωστικού κοινού των μέσων του 19ου αιώνα.

H παραγωγή του βιβλίου

Tυπογραφεία και βιβλιοπωλεία εμφανίστηκαν αμέσως στα κυριότερα αστικά κέντρα της χώρας. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους στην Αθήνα, σταδιακά (μέσα σε μία δεκαετία) μεταφέρθηκε εκεί το κέντρο βάρους από τα λίγα σημαντικά επαρχιακά εκδοτικά κέντρα (Eρμούπολη, Nαύπλιο, Πάτρα).

Ωστόσο, σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα ο τρόπος παραγωγής του βιβλίου βρισκόταν ακόμα στο προ-επιχειρηματικό στάδιο. Δεν υπήρχε εκδοτική πολιτική από τα τυπογραφεία και η έκδοση των βιβλίων οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στην παραγγελία επί πληρωμή. Ουσιαστικά επρόκειτο για αυτοεκδόσεις των συγγραφέων και το τυπογραφείο/ εκδοτικό κατάστημα ήταν ο εκτελεστής της παραγγελίας. Στις σπάνιες περιπτώσεις που ένας εκδότης-τυπογράφος εξέδιδε βιβλίο με δικά του έξοδα, αποτύπωνε το γεγονός στο εξώφυλλο με την ένδειξη ότι «τυπώθηκε ιδίοις αναλώμασι» – ήταν τόσο σημαντικό που έπρεπε να δηλωθεί. Επειδή το κόστος εκτύπωσης ήταν σχετικά υψηλό και οι πώληση αβέβαιη, ήταν διαδεδομένη επίσης η εγγραφή συνδρομητών – μια διεθνής παράδοση – προκειμένου να εξασφαλιστούν τα απαιτούμενα κονδύλια για τη χρηματοδότηση των εκδόσεων. Με αυτόν τον τρόπο εξασφαλιζόταν και η διάθεση ενός αριθμού αντιτύπων σε ένα δυνάμει αναγνωστικό κοινό. Οι κατάλογοι των εγγεγραμμένων συνδρομητών που βρίσκονται στις τελευταίες σελίδες των βιβλίων που εκδίδονταν με αυτόν τον τρόπο είναι σημαντικό υλικό για την έρευνα σχετικά με την κοινωνική σύνθεση και τη γεωγραφική κατανομή των υποστηρικτών του βιβλίου στα μέσα του 19ου αιώνα. Μια τέτοια συστηματική έρευνα μένει να γίνει.

Δύο σημαντικοί τυπογράφοι της πρώτης περιόδου είναι ο Ανδρέας Κορομηλάς και ο Κωνσταντίνος Γκαρπολάς. Ο πρώτος είχε μακρύ βίο και το τυπογραφείο του αγοράστηκε μετά το θάνατό του από τον σημαντικό τυπογράφο του τέλους του 19ου αιώνα Ανέστη Κωνσταντινίδη. Η δραστηριότητα του δεύτερου ήταν βραχύβια για οικονομικούς λόγους. Το τυπογραφείο ήταν μια σημαντική συγκριτικά επένδυση και δεν ήταν εύκολο να τα βγάλει πέρα· γι αυτό και ο τομέας του σχολικού βιβλίου ήταν πάντα αντικείμενο σκληρού και αδυσώπητου ανταγωνισμού.

Για τα τιράζ και τα οικονομικά του βιβλίου κατά τον 19ο αιώνα, τα ποσοτικά δεδομένα δεν αρκούν προς το παρόν για την εξαγωγή έγκυρων συμπερασμάτων.

λίγο πριν απο τον 20ο αιώνα

Οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα σημαδεύτηκαν από την εδραίωση της ηγεμονίας της πόλης και την εμπέδωση του εκπαιδευτικού συστήματος

Εξελίσσεται ο τρικουπικός εκσυγχρονισμός και στο λογοτεχνικό πεδίο κυριάρχησε, γύρω από τον Παλαμά, η γενιά του 1880. Το 1876 εκδόθηκε το περιοδικό Eστία που σχημάτισε γύρω του ένα κύκλο συγγραφέων. Είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται τέτοιου είδους συσσωμάτωση γύρω από ένα περιοδικό. Αυτό δείχνει και το γεγονός ότι οι συγγραφείς αρχίζουν να λειτουργούν και ως συλλογικότητα, πράγμα που έχει τις προεκτάσεις του και στον εκδοτικό χώρο. Αναζητούν μια διαφορετική σχέση με το βιβλίο και την παραγωγή του. Από την Εστία ξεπήδησε και ο ιστορικός εκδοτικός οίκος του Γεωργίου Κασδόνη (μετέπειτα Ιωάννη Κολλάρου), το Βιβλιοπωλείον της Εστίας.

Την ίδια εποχή, μια κοινωνική τάση, η στροφή προς το λαό, με την θεμελίωση από τον Νικόλαο Πολίτη της επιστήμης της Λαογραφίας, σηματοδότησε νέες μορφές πνευματικής παραγωγής, τη στροφή στη συλλογή τραγουδιών, παραμυθιών, εθίμων κ.λπ. της παράδοσης του αγροτικού κόσμου, αλλά επίσης επηρέασε έντονα και έδωσε θέματα στο ελληνικό ηθογραφικό διήγημα.

H επανάσταση στην ανάγνωση συνεχίζεται και τα αναγνώσματα γίνονται πιο προσιτά στο κοινό: ένα σημάδι της στην καθημερινότητα ειναι η εμφάνιση πωλητών φυλλαδίων στους δρόμους κατά το αγγλικό ανάλογο. Ως πωλητής φυλλαδίων ξεκίνησε ο Φέξης, ο οποίος έπαιξε αργότερα δραστικό ρόλο στη γένεση του εκδοτικού οίκου με τη σύγχρονή του μορφή. Τα φυλλάδια (pamphlets) αφορούν βέβαια λαϊκά αναγνώσματα, τα οποία γνωρίζουν μεγάλη άνθιση: μυθιστορήματα δημοσιευμένα σε συνέχειες στις εφημερίδες, ληστρικά αναγνώσματα, λαϊκά και ιστορικά μυθιστορήματα, μεταφράσεις και διασκευές ξένων μυθιστορημάτων κ.λπ. Με τα έργα του Γρηγορίου Ξενόπουλου εγκαινιάζεται μια ελληνική εκδοχή αυτού του τύπου κοινωνικού μυθιστορήματος. Την ίδια εποχή εμφανίζεται η πρώτη γενιά ελλήνων δημιουργών.

Στο γενικό πλαίσιο της εξέλιξης, μπορούμε να εγγράψουμε και την αναβάθμιση της Εθνικής Βιβλιοθήκης με τη μεταστέγασή της στο νέο μέγαρο που οικοδομήθηκε μεταξύ 1887-1902 χάρη στη δωρεά του εθνικού ευεργέτη Παναγή Βαλλιάνου. Το βιβλίο απέκτησε με την νέα Εθνική Βιβλιοθήκη μια συμβολικά μεγαλοπρεπή στέγη, κι αυτό είναι ένα δείγμα των καιρών που έρχονταν.

Συστηματικοί εκδοτικοί οίκοι

Εκείνη την εποχή εμφανίσθηκαν ή αναπτύχθηκαν τυπογραφεία που δείχνουν τα πρώτα δείγματα στροφής προς την επαγγελματική εκδοτική δραστηριότητα. Τέτοια ήταν του Aνέστη Kωνσταντινίδη το 1884, ο οποίος αγόρασε το τυπογραφείο Κορομηλά και κυριάρχησε στην αγορά μέχρι τον θάνατό του το 1901, του Π. Δ. Σακελλαρίου -γιου του παραδοσιακού τυπογράφου Αθαν. Σακελλαρίου, ο οποίος ανέλαβε το τυπογραφείο του πατέρα του από τα τέλη του 19ου αιώνα και το εκσυγχρόνισε και του Ιω. Κουσουλίνου, με την έκδοση Οδηγών των ελληνικών πόλεων από το 1900. Τα τυπογραφεία αυτά πληθαίνουν τον αριθμό των τίτλων που εκδίδουν, και σχηματίζουν κάποιες εκδοτικές σειρές. Αν και ο τομέας αυτός δεν είναι ο κύριος στη δραστηριότητά τους, και συνήθως είναι χρηματοδοτημένος από κάποιον χορηγό, σηματοδοτεί πάντως κάποια τάση συστηματοποίησης μιας εκδοτικής παρουσίας.

Την ίδια εποχή εμφανίζονται βιβλιοπωλεία που διακρίνονται για νέα προσέγγιση και συνδυάζουν μέσα στη δραστηριότητά τους και εκδοτική πρακτική. Ένα από αυτά, προκάλεσε τον ενθουσιασμό του Δροσίνη που τον είδε σαν «συστηματικό εκδοτικό οίκο», αποφασισμένο να επενδύσει στην έκδοση βιβλίων. Τέτοια βιβλιοπωλεία ιδρυμένα μέχρι το 1900 ήταν του Γιώργου Φέξη, του Γεωργίου Κασδόνη (που αναφέρθηκε παραπάνω), του Ιωάννη Ρώσση, του Δράκου Παπαδημητρίου, του Δημητράκου (στο Λαύριο), του Ιωάννη Σιδέρη και του Μιχαήλ Σαλίβερου. Αυτά εισήγαγαν από τις αρχές του 20ού αιώνα τη σύγχρονη εκδοτική επιχείρηση στην κύκλο της παραγωγής του βιβλίου.

Όλα τα δείγματα συντείνουν στη διαπίστωση ότι ο χώρος της βιβλιοπαραγωγής μπαίνει σε νέα φάση.

Γένεση του σύγχρονου εκδοτικού οίκου

Η γένεση της σύγχρονης εκδοτικής επιχείρησης συντελέστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα μέσα από μια δέσμη από καινοτομίες που εφάρμοσαν ορισμένοι πρωτοπόροι εκδότες. Είναι ενδιαφέρον ότι οι καινοτομίες αυτές βρήκαν την πιο ολοκληρωμένη τους έκφραση σε εκδοτικές επιχειρήσεις που προέρχονταν από βιβλιοπωλεία και γενικότερα το κύκλωμα της διακίνησης. Οι παραδοσιακοί τυπογράφοι δεν μπόρεσαν να ανέβουν στο σκαλί της σύγχρονης εκδοτικής επιχείρησης. Οι καινοτομίες αυτές αφορούν τη διαμόρφωση εκδοτικής πολιτικής – δηλ. τη δημιουργία εκδοτικών σειρών και τον καταμερισμό εργασίας –, ή οποία περιλαμβάνει και αυτοτελή εμπορική πολιτική προώθησης του βιβλίου. Αυτό σημαίνει ότι η παραγωγή του βιβλίου περνά εξ ολοκλήρου στα χέρια και τις επιλογές του εκδότη και γίνεται μια επένδυση. Η πρώτη ολοκληρωμένη επιχειρηματική λειτουργία εκδοτικού οίκου έγινε από τον Γεώργιο Φέξη. Άρχισε πουλώντας φυλλάδια λαϊκών αναγνωσμάτων στους δρόμους της Αθήνας και εξελίχθηκε σε ένα από τους μεγαλοεκδότες της προπολεμικής Ελλάδας. Ο Φέξης εκπόνησε ολοκληρωμένο εκδοτικό πρόγραμμα και με τις τρεις σειρές του: Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη και Φιλοσοφική & Κοινωνιολογική Βιβλιοθήκη εισήγαγε στην ελληνική βιβλιογραφία θεμελιακά έργα σκέψης, έργα υποδομής και έργα σύγχρονου προβληματισμού που πλούτισαν την ελληνική αγορά με την αρχαιοελληνική γραμματεία και τα σύγχρονα ευρωπαϊκά ρεύματα σκέψης. Με τα βιβλία του Φέξη μεγάλωσε και μορφώθηκε μια ολόκληρη γενιά διανοουμένων στην Ελλάδα. Ανέθεσε επίσης την ευθύνη των εκδοτικών του σειρών σε ειδικούς επιμελητές, εισάγοντας έτσι τον πρώτο καταμερισμό εργασίας στον χώρο του βιβλίου, ενώ στον τομέα της διακίνησης, εισήγαγε τη διαφήμιση, τις διευκολύνσεις πληρωμής με δόσεις και τις εκπτώσεις.

Τα βήματα του Φέξη ακολούθησαν σύντομα κι οι άλλοι εκδότες, διαμορφώνοντας το τοπίο του σύγχρονου εκδοτικού συστήματος, με πρώτους το Βιβλιοπωλείο της Εστίας με τον διάδοχο του Κασδόνη από το 1901, τον Ιωάννη Κολλάρο, και το βιβλιοπωλείο/ εκδοτικό οίκο του Ιω. Σιδέρη. Η διαδικασία αγκάλιασε ολόκληρο το εκδοτικό σύστημα και ολοκληρώθηκε μέσα στην πρώτη εικοσαετία του 20ου αιώνα.

Η ώρα των διανοούμενων

Στη δεκαετία του 1920, το βιβλίο έγινε ο προνομιακός χώρος για τις νέες ιδέες, οι οποίες έρχονται κατευθείαν από τους συγγραφείς τους στο αναγνωστικό κοινό. H ταχύτητα μεταφοράς και διακίνησης των ιδεών από τα βιβλία μεγαλώνει ραγδαία. O αριθμός των τίτλων είναι εντυπωσιακός, καθώς και η πυκνότητα της έκδοσής τους. O εκδοτικός οίκος γίνεται τότε ο κύριος φορέας παραγωγής και διακίνησης των ιδεών. Στις σελίδες τους βρίσκουν στέγη όλα τα πνευματικά ρεύματα που διαπερνούν τις αρχές του 20ού αιώνα και τον μεσοπόλεμο. Τα έργα του Νίτσε κατέχουν σημαντική θέση στον κατάλογο της Φιλοσοφικής και Κοινωνιολογικής βιβλιοθήκης Φέξη, αλλά και στην ομότιτλη σειρά των εκδόσεων Βασιλείου ή τη Βιβλιοθήκη Κοινωνικής Φιλοσοφίας των εκδόσεων Παπαδημητρίου. Μέσα από εκδόσεις βιβλίων γίνεται και ένα μέρος της διαμάχης του εθνικισμού με τον κοινωνισμό, των δύο στρατοπέδων που συγκρούονται από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το Κοινωνικό μας ζήτημα του Γ. Σκληρού (1907) και, αργότερα, Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως (1924) του Γ. Κορδάτου ήταν βιβλία που προκάλεσαν έντονη αναταραχή, ενώ και τα εθνικιστικά άρθρα του Δραγούμη στον Νουμά, εκδόθηκαν και αυτά σε βιβλίο μετά τον θάνατό του. Αυτό δείχνει την αυξανόμενη σημασία του βιβλίου στην κίνηση των ιδεών. Το γλωσσικό ζήτημα επίσης, οι σοσιαλιστικές ιδέες, η σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και η ψυχανάλυση βρήκαν έκφραση στον χώρο του βιβλίου.

Mε την παράλληλη δημιουργία των δύο μεγάλων πνευματικών εργοταξίων που είναι το Eγκυκλοπαιδικό Λεξικό του Eλευθερουδάκη και η Mεγάλη Eλληνική Eγκυκλοπαίδεια του Πυρσού, εκατοντάδες επιστήμονες μετατράπηκαν σε μισθωτούς πνευματικούς εργάτες, ενώ η ψήφιση ενός πλήρους νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων το 1920 ρύθμισε καλύτερα τις σχέσεις μεταξύ συγγραφέων και εκδοτών, οι οποίες διέπονταν πλέον από συμφωνίες με νομική βάση.

Την ίδια εποχή φαίνεται να ξεθωριάζει η παραδοσιακή εικόνα της λογιοσύνης και στη θέση της αναδύεται μια νέα κατηγορία, οι διανοούμενοι. Αυτοί δεν είναι κλεισμένοι στα γραφεία τριγυρισμένοι από βιβλία, αλλά συμμετέχουν με τον λόγο τους στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα της εποχής, παίρνουν θέση, υπογράφουν συλλογικά κείμενα. Αυτή η νέα εικόνα συμβαδίζει με την καινούρια κοινωνική θέση του βιβλίου. Αναπτύσσεται η «βιβλιοφιλία» με την έννοια της αγάπης της ανάγνωσης· αρκετοί σημαντικοί πολιτικοί μάλιστα, φροντίζουν να προσθέσουν στο προφίλ τους την ιδιότητα του «φίλου του βιβλίου» ή του «βιβλιοφάγου». Ταυτόχρονα αναζωογονήθηκε η συλλεκτική «βιβλιοφιλία». Εμφανίζονται ακριβές καλλιτεχνικές εκδόσεις, οι οποίες παρουσιάζουν ζήτηση. Εκδίδονται βιβλιογραφικά περιοδικά, και «συλλεκτικά» βιβλία. Γενικότερα το βιβλίο μετατρέπεται σε υψηλή πολιτιστική κατηγορία με ένα ολόκληρο κόσμο γύρω του.

Η κοινωνική καταξίωση του βιβλίου έθεσε σε νέες βάσεις το ζήτημα του αναγνωστικού κοινού και ο αυξανόμενος πληθωρισμός των εκδόσεων, την ανάγκη για διεύρυνσή του. Μιλάμε εδώ όχι για το κοινό του λαϊκού αναγνώσματος, που παραμένει πάντα ακμαίο και πολυπληθές, αλλά το νέο κοινό του ποιοτικού βιβλίου. Στο ερώτημα αν αυτό το κοινό υπήρχε κι αν ήταν επαρκές το περιοδικό Νέα Εστία, μια έκδοση του εκδοτικού οίκου Κολλάρου, γράφει ότι όταν άρχισε να εκδίδεται το 1927 «βρήκε ένα κοινό απροετοίμαστο για τις σελίδες της»· όμως αισθάνεται ικανοποίηση δέκα χρόνια αργότερα διότι «σχηματίσθηκε (...) σιγά-σιγά το μορφωμένο, το ανώτερο, το απαιτητικό αναγνωστικό κοινό». Η αναφορά υπονοεί το γενικό αναγνωστικό κοινό το οποίο καταναλώνει κυρίως λογοτεχνία και το οποίο ενισχύθηκε και από την συμμετοχή ευάριθμων γυναικών. Οι γυναίκες «που διαβάζουν», είναι μια διευρυνόμενη κατηγορία αναγνωστικού κοινού που δεν ενίσχυε μόνο την ελαφριά συναισθηματική (παρα)λογοτεχνία, αλλά και την σοβαρή. Συμβαδίζει με την διακριτή παρουσία γυναικών συγγραφέων, μια κατηγορία καινούρια, μετά την πρωτοπόρο αλλά μοναχική Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου. Σημαντικό βάρος έχουν και οι «νέοι», τόσο ως αναγνώστες, όσο και ως δημιουργοί. Οι δύο αυτές κατηγορίες διευρύνονται αργά αλλά σταθερά στη διάρκεια των δύο δεκαετιών 1920 και 1930.

Υπάρχουν βέβαια και οι ειδικές κατηγορίες του αναγνωστικού κοινού: το κοινό των παιδικών βιβλίων, των επιστημονικών βιβλίων, το κοινό των λαϊκών αναγνωσμάτων -ένα κοινό σταθερό, πλατύ, γαλουχημένο από τα λαϊκά περιοδικά- και το κοινό της Αριστεράς, το οποίο στο πλαίσιο της ιδεολογίας του διψά για ενημέρωση και αυτομόρφωση.

Δημιουργήθηκε τότε ένα αυτόνομο πολιτιστικό πεδίο, ο κόσμος του βιβλίου. Βρισκόταν στο επίκεντρο μιας γενικότερης μορφωτικής προσπάθειας, αισθητικής παιδείας και επιστημονικής αναβάθμιση της μεσοπολεμικής κοινωνίας. Το 1924-5 ιδρύθηκε το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τον επόμενο χρόνο η Ακαδημία Αθηνών. Οι τέχνες και τα γράμματα ανθίζουν -κυκλοφορούν καλαίσθητα και καλλιτεχνικά περιοδικά, ορισμένα μάλιστα βάζουν αποσπώμενες αναπαραγωγές έργων ζωγραφικής, για να διακοσμήσουν οι αναγνώστες με αυτές τους τοίχους των σπιτιών τους.

Με την έκδοση του περιοδικού Μπουκέτο, αυτή η τάση εισχωρεί και στον παραδοσιακό χώρο του λαϊκού αναγνώσματος – η ύλη του περιοδικού που απευθύνεται σε ευρύτερες κατηγορίες αναγνωστών περιλαμβάνει αξιόλογα επιστημονικά άρθρα και καλά λογοτεχνικά κείμενα.

Εκδόσεις εργοτάξια: μεγάλα εκδοτικά έργα

Η απογείωση του εκδοτικού χώρου μέσα στη δεκαετία του 1920 σημαδεύτηκε από δύο εκδοτικά έργα τα οποία αποτελούν σταθμό στην εκδοτική ιστορία του ελληνικού κράτους. Πρόκειται για τη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού και το Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό Ελευθερουδάκη. Και τα δύο άλλαξαν τις διαστάσεις και την ποιότητα της βιβλιοπαραγωγής την Ελλάδα. Η δημιουργία τους ήταν αποτέλεσμα μιας επικής προσπάθειας, η οποία στηρίχτηκε αποκλειστικά σε ιδιωτικές εκδοτικές επιχειρήσεις. Και μόνο οι αριθμοί είναι χαρακτηριστικοί: το Λεξικό Ελευθερουδάκη ολοκληρώθηκε σε 12 τόμους, 10.000 σελίδες με 350.000 λήμματα και 30.000 εικόνες και συνεργάστηκαν 400 συγγραφείς. Η Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού είχε αντιστοίχως 24 τόμους με 23.000 σελίδες, 280.000 λήμματα και 35.000 εικόνες και εργάστηκαν σε αυτή 700 συγγραφείς. Επικεφαλής των γνωστικών τομέων των δύο εργοταξίων βρέθηκαν οι κορυφαίοι επιστήμονες και καλλιτέχνες, ενώ χρησιμοποιήθηκαν νέα τεχνικά μέσα (δημιουργία από τον Ελευθερουδάκη ολόκληρου εργοστασίου Γραφικών Τεχνών και βιβλιοδετείο, παραγγελία ειδικών χαρτιών, άλλα για τις εικονογραφήσεις και άλλα για τους χάρτες, ειδικών μελανιών κ.λπ.). Η Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού ακολούθησε το πρότυπο της Encyclopædia Britannica με αξεπέραστα αποτελέσματα. Κυκλοφόρησε σε 16σέλιδα τεύχη που δένονταν στη συνέχεια σε τόμους. Τα δύο έργα ολοκληρώθηκαν από το 1926 μέχρι το 1934 η Εγκυκλοπαίδεια του Πυρσού και από το 1927 μέχρι το 1931. Και τα δύο στηρίχτηκαν σε Ανώνυμες Εκδοτικές Εταιρίες, οι οποίες ιδρύθηκαν επί τούτου. Ο αναπόφευκτος ανταγωνισμός μεταξύ των δύο εκδοτικών έργων δημιούργησε περισσότερα προβλήματα στο εγχείρημα του Πυρσού, που ήταν ογκωδέστερο, αλλά δεν εμπόδισε την ολοκλήρωσή τους.

Τη σειρά των μεγάλων εκδοτικών έργων ακολούθησε και ολοκλήρωσε, από το 1933, το Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας της Δημητράκου, το οποίο συγκέντρωσε σε ένα σώμα τη διαχρονική ελληνική γλώσσα. Και σε αυτό εργάστηκε πολυπληθές επιστημονικό προσωπικό με συντονιστές τους κορυφαίους γλωσσολόγους και παιδαγωγούς της Ελλάδας.

Το σχολικό βιβλίο

Το σχολικό βιβλίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, αποτέλεσε στήριγμα της βιβλιοπαραγωγής. Η ιστορία του παρουσιάζει πολλές διακυμάνσεις. Μια απόπειρα δημιουργίας κρατικού μονοπωλίου (με βασιλικό διάταγμα το 1836) δεν εφαρμόστηκε μετά την αντίδραση των επαγγελματιών του βιβλίου και καταργήθηκε δυο χρόνια αργότερα. Από τότε το σχολικό βιβλίο αποτέλεσε αντικείμενο σκληρής διαμάχης με στόχο την εμπορική χρήση του κι απ’ τη σκοπιά αυτή ενδιαφέρει την ιστορία της έκδοσης. Η μόνιμη και διευρυνόμενη αγορά του σχολικού βιβλίου λειτούργησε ως πρώιμο θερμοκήπιο για τους επαγγελματίες του βιβλίου πολύ πριν διαμορφωθεί η σύγχρονη επαγγελματική δομή της έκδοσης.

Ο τρόπος παραγωγής, επιλογής και διάθεσης του σχολικού βιβλίου πέρασε από πολλές φάσεις μέχρι να οριστικοποιηθεί το πέρασμά τους στον απόλυτο κρατικό έλεγχο με την ίδρυση του Οργανισμού Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων το 1937.

Από το 1838 μέχρι το 1882 εφαρμόστηκε η πολιτική του ελεύθερου ανταγωνισμού, με όλο και αρνητικότερες επιπτώσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ο αχαλίνωτος ανταγωνισμός παρήγαγε διαφθορά, αναξιοκρατία, χρηματισμούς επιτροπών κρίσης και εκπαιδευτικών κ.λπ. και καταργήθηκε από την κυβέρνηση Τρικούπη το 1882. Επανήλθε το 1895 μέχρι το 1907 με τα ίδια προβλήματα. Ενδιάμεσα από το 1882 μέχρι το 1895 εφαρμόστηκε η πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού με έγκριση ενός βιβλίου για κάθε μάθημα και για τέσσερα χρόνια μετά από διαγωνισμό. Η πολιτική του ρυθμιστικού κρατικού παρεμβατισμού εφαρμόστηκε και στη περίοδο 1907-1916. Σε αυτή τη δεύτερη περίοδο καθιερώθηκε α) η αποκλειστική χρήση του Αναγνωστικού στα Δημοτικά σχολεία και β) η αποζημίωση των συγγραφέων των εγκεκριμένων σχολικών βιβλίων με ταυτόχρονη απόκτηση των δικαιωμάτων των βιβλίων για μια τετραετία από το Δημόσιο. Το 1910 εκδόθηκαν τα πρώτα αναγνωστικά στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής, στα οποία ήταν επικολλημένο ειδικό βιβλιόσημο. Η δεκαετίες του 1920 και 1930 χαρακτηρίστηκαν από την εναλλαγή των δύο πολιτικών (ελεύθερου ανταγωνισμού και κρατικού παρεμβατισμού), αλλά με τη δικτατορία του Πάγκαλου εισάγεται και η λογοκρισία. Η διάδοση των αριστερών ιδεών μετά την επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης και την καταστροφή του 1922 «δημιούργησε την επείγουσα ανάγκη ελέγχου της ελληνικής κοινωνίας» με άμεση συνέπεια την καθιέρωση της πολιτική του κρατικού μονοπωλίου από τη δικτατορία του Μεταξά.

Περιοδικά και εκδοτικοί οίκοι

Φαινόμενο του μεσοπολέμου είναι και η σύμφυση περιοδικών εκδόσεων και εκδοτικών οίκων. Σε αυτό το πλαίσιο αναδύθηκε η νέα σχέση του περιοδικού με τον εκδοτικό οίκο, η οποία εκδηλώθηκε σε γενικές γραμμές με δύο ροπές: i) ο εκδοτικός οίκος που εκδίδει περιοδικό και ii) ο εκδότης περιοδικού που προστρέχει στη στέγη του εκδοτικού οίκου.

H σχέση αυτή έχει την οικονομική, την οργανωτική και την πνευματική της διάσταση. Τα περιοδικά της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα με τη μέθοδο της αυτοχρηματοδότησης υπέφεραν σοβαρά στον οικονομικό τομέα. Τα περισσότερα καταδικάσθηκαν σε βραχύ βίο για καθαρά ταμειακούς λόγους –λόγω της δυσκολίας στην εξεύρεση χρημάτων για το τύπωμα– το κυνήγι των διαφημίσεων, χρηματοδοτών και το στράγγισμα των προσωπικών οικονομιών. H διακίνηση επίσης ήταν εξαιρετικά προβληματική, με τα λίγα κεντρικά βιβλιοπωλεία της Aθήνας στα οποία υπήρχε πρόσβαση και τη μεγάλη δυσκολία για διαμόρφωση και συντήρηση δικτύου διανομής στην υπόλοιπη Eλλάδα. Πόσο μάλλον μετά το 1920 που το «δυνάμει» αναγνωστικό κοινό μεγαλώνει σοβαρά. Tέλος, το επίπεδο της επαγγελματικής συγκρότησης των περιοδικών ήταν χαμηλό έως ανύπαρκτο. Τα περισσότερα δεν μπορούσαν να πληρώσουν τους συνεργάτες τους.

Όλα αυτά τα προβλήματα μπορούσε να τα λύσει ο εκδοτικός οίκος. Έτσι παρατηρείται μια προσέγγιση περιοδικών με τους εκδοτικούς οίκους. Οι Πρωτοπόροι βρήκαν στέγη στις εκδόσεις Γκοβόστη, το Aρχείον Oικονομικών και Kοινωνικών Eπιστημών του Kαλλιτσουνάκη άλλαξε από το 1921 μέχρι το 1940 τρεις εκδότες (Bασιλείου, Zαχαρόπουλος, Kολλάρος), η Aγροτική Oικονομία του Xρυσού Eυελπίδη (εκδόσεις Φλάμμα και αργότερα Παπαζήσης), η Αναγέννηση του Δημήτρη Γληνού με τον εκδότη Αρ. Ράλλη, ακόμα και ο Nουμάς μετά το 1918 βρήκε στέγη σε διάφορους εκδοτικούς οίκους (Eκδοτική Eταιρία Tύπος το 1918-20 και το 1923, Γανιάρη το 1920-3 και Bασιλείου το 1924).

Oι εκδοτικοί οίκοι φαίνεται να λύνουν βασικά προβλήματα έκδοσης, διακίνησης και επαγγελματικής οργάνωσης των περιοδικών και αυτό είναι ένα καινούριο στοιχείο. Aπό την άλλη, οι εκδοτικοί οίκοι φαίνεται να θέλουν την διείσδυση στον περιοδικό τύπο για τους δικούς τους λόγους. Oι εκδοτικοί οίκοι θέλουν τα περιοδικά γιατί μέσα από αυτά μπορούν να αποκομίσουν σημαντικά οφέλη: πρώτα απ’ όλα τη διαφήμιση και τη διακίνηση των βιβλίων τους στους αναγνώστες των περιοδικών. O Eλευθερουδάκης με τα Nεοελληνικά Γράμματα, ο Γκοβόστης με τους Πρωτοπόρους και την Kοινωνιολογική Eπιθεώρηση, ο Kολλάρος με τη Nέα Eστία, ο Δημητράκος με το πρώτο περιοδικό αφιερωμένο αποκλειστικά στο βιβλίο (τη Φωνή του Bιβλίου το 1931) το κάνουν – μάλιστα ο Eλευθερουδάκης προωθεί πολιτικές κουπονιών και εκπτώσεων στις εκδόσεις του μέσα από τα Nεοελληνικά Γράμματα, σε μια εποχή που το λογοτεχνικό βιβλίο μαστίζεται από την κρίση της δεκαετίας του '30.

H στόχευση σε ειδικές αναγνωστικές ομάδες είναι επίσης μία αιτία: ο Δημητράκος με την έκδοση του περιοδικού Εργασία (1921) και ο Σαλίβερος με την Παιδεία αργότερα (το 1936), στον εκπαιδευτικό κόσμο, ο Γκοβόστης στο κοινό της Aριστεράς, ο Pάλλης με την Παιδική Xαρά στο παιδόκοσμο. O I. N. Zαχαρόπουλος, ειδικευμένος στις νομικές εκδόσεις αναλαμβάνει κάποια στιγμή τη συνέχιση της έκδοσης του ιστορικού νομικού περιοδικού Θέμις (το οποίο, μετά το 1934, πέρασε στον εκδοτικό οίκο Tζάκα-Δελαγραμμάτικα).

Aπό την άλλη, με την ανάληψη περιοδικών οι εκδοτικοί οίκοι πετυχαίνουν να συσπειρώσουν και να συνδέσουν μαζί τους ένα σημαντικό αριθμό διανοουμένων συγγραφέων και επιστημόνων που αποτελούν εισιτήριο εισόδου στα αντίστοιχα αγοραστικά και αναγνωστικά κοινά, αλλά και ονόματα που με την ακτινοβολία τους επηρεάζουν γενικότερα την πνευματική ζωή. Tα ονόματα του Kαλλιτσουνάκι, του Eυελπίδη και του N. Λούβαρη (διευθυντή του περιοδικού Kοσμοθεωρία που εξέδωσε ο Zηκάκης το 1930) είναι δίοδοι προς το Πανεπιστήμιο και τον φοιτητόκοσμο. Tο ίδιο για τον εκπαιδευτικό κόσμο τα ονόματα του Παπαμαύρου, του Kουντουρά και του Γληνού.

Η Νέα Εστία αποτελεί ένα παράδειγμα αρμονικής και ισόρροπης συνύπαρξης που την έκανε να είναι και το μακροβιότερο ελληνικό περιοδικό: ιδρύθηκε ως συνιδιοκτησία του εκδοτικού οίκου Kολλάρου και του Γρηγ. Ξενόπουλου (αργότερα του Πέτρου Xάρη) και ακολούθησε αυτή την μέση οδό σε όλα, από την ιδεολογική ισονομία, μέχρι την ισόρροπη προβολή των εκδόσεων του Kολλάρου και των άλλων εκδοτικών οίκων. Κρατώντας ένα γενικό πνεύμα μετριοπάθειας κατάφερε να γίνει ένα αξιόπιστο κάτοπτρο της πνευματικής ζωής. H Nέα Eστία μας δίνει κι ένα παράδειγμα που δείχνει παραστατικά τα οφέλη του εκδοτικού οίκου από τα περιοδικά του: πρόκειται για την προκήρυξη λογοτεχνικού διαγωνισμού το 1927 μέσα από το περιοδικό, τα βραβευμένα διηγήματα του οποίου εξέδωσε σε τόμο ο εκδοτικός οίκος. Ανάμεσά τους πρωτοεμφανίσθηκαν στα γράμματα σημαντικά ονόματα της ελληνικής λογοτεχνίας.

Κρίση του βιβλίου

Η δεκαετία του 1920 είναι περίοδος μεγάλης ανάπτυξης και ολοκλήρωσης του ελληνικού εκδοτικού συστήματος, το οποίο είχε να επιδείξει μια πλειάδα δραστήριων εκδοτικών οίκων, πολλοί από τους οποίους είχαν γίνει Α.Ε., μεγάλο αριθμό τίτλων, παραγωγές μεγάλων έργων και ένα διευρυνόμενο και ποιοτικά αναβαθμιζόμενο αναγνωστικό κοινό. Την άνθιση αυτή ανέκοψαν δύο γεγονότα: η οικονομική κρίση και η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.

Η κρίση ήταν παγκόσμια μετά το κραχ του 1929, και από το 1932 έγιναν αισθητοί οι κραδασμοί της και στην Ελλάδα. Η αύξηση του τιμάριθμου, οι οικονομικές δυσκολίες έπληξαν και τη αγορά του βιβλίου ανάμεσα στις άλλες ελαστικές δαπάνες. Η κρίση του βιβλίου απασχόλησε συγγραφείς και εκδότες σε μια ενδιαφέρουσα και ποικιλόχρωμη δημόσια συζήτηση που έλαβε χώρα από τις στήλες περιοδικών και εφημερίδων. Το 1937 ένα περιοδικό δημοσίευσε μια σειρά απόψεων συγγραφέων και κριτικών κάτω από τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η αγωνία του ελληνικού βιβλίου». Σε μια έρευνα του περιοδικού Φωνή του Βιβλίου δόθηκε βήμα στους εκδότες για να διατυπώσουν τη γνώμη τους. Γενικότερα, η συζήτηση αγκάλιασε όλα τα προβλήματα, από την τιμή του χαρτιού και το κόστος ζωής, μέχρι την ποιότητα των παραγομένων βιβλίων στην Ελλάδα και τις συνθήκες ζωής των ελλήνων λογοτεχνών.

Μια συνέπεια της κρίσης ήταν ωστόσο η δραστηριοποίηση της Πολιτείας με το Νόμο 5058 για την προστασία των γραμμάτων και των τεχνών. Μια άλλη πρωτοβουλία για την στήριξη του βιβλίου, από τον εκδοτικό χώρο, ήταν η διοργάνωση του 1931 της πρώτης Εβδομάδας του ελληνικού βιβλίου, η οποία καθιερώθηκε ως ετήσια έκθεση.

Σοβαρή παράμετρος της κρίσης και παράγοντας επιδείνωσής της ήταν η διείσδυση του ημερήσιου τύπου στον χώρο της έκδοσης και διακίνησης του βιβλίου. Από το 1932, ορισμένες εφημερίδες άρχισαν να μοιράζουν βιβλία με κουπόνια. Η αρχή έγινε με την εφημερίδα Πολιτεία και ακολούθησαν πολλές άλλες, ο Ανεξάρτητος,ο Νέος Κόσμος, η Ακρόπολις κλπ.. Στον απολογισμό του Δ.Σ. του εκδοτικού οίκου Κολλάρου αναγνωρίζεται ότι ο σπουδαιότερος λόγος για τη μείωση των κερδών που παρατηρείται είναι ο συναγωνισμός από τις εφημερίδες, οι οποίες τυπώνουν βιβλία “επί ατελούς δημοσιογραφικού χάρτου” και τα διαθέτουν δωρεάν ή με μικρό αντίτιμο στους αναγνώστες τους. Η κυβέρνηση αναγκάστηκε να απαγορεύσει με νομοθετική ρύθμιση αυτή την πρακτική το 1935. Μέχρι τότε όμως οι εφημερίδες είχαν διακινήσει χιλιάδες αντίτυπα, τονώνοντας με αυτόν τον πρωτότυπο τρόπο τη διάδοση του βιβλίου. Η εφημερίδα Ανεξάρτητος, για παράδειγμα, πρόλαβε να εκδώσει δύο εγκυκλοπαίδειες (Κοινωνιολογική και Πολιτική/ Παγκόσμια Φιλολογική) και να δημιουργήσει τρεις σειρές βιβλίων (Φιλοσοφική-Κοινωνιολογική/ Λογοτεχνική/ Περιπετειώδη) με πολλούς αξιόλογους τίτλους. Η Ακρόπολις μία σειρά «Εκλεκτά μυθιστορήματα» με 35 τίτλους (ανάμεσα στους συγγραφείς ήταν ο Β. Ουγκώ, ο Ζολά, ο Μωπασάν, ο Γκόρκυ, ο Αντρέγεφ κ.ά) και μια ταξιδιωτική εγκυκλοπαίδεια, τον Γύρο του Κόσμου, με 18 τεύχη. Η ποιότητα των τίτλων που διακίνησαν οι εφημερίδες ανταποκρινόταν στο υψηλό επίπεδο που είχε κατακτήσει η ελληνική βιβλιοπαραγωγή των δύο προηγούμενων δεκαετιών.

Με την επιβολή της δικτατορίας το 1936 πλάι στην κρίση προστέθηκε και η δίωξη του βιβλίου -η απαγόρευση, η λογοκρισία μέχρι το βάρβαρο δημόσιο κάψιμο των «μιασματικών» βιβλίων. Το πιο άγριο παράδειγμα αυτής της νέας πραγματικότητας ήταν η ενορχήστρωση πανελλήνιας εκστρατείας σπίλωσης και εξόντωσης του διεθνούς κύρους φιλόλογου Ιωάννη Συκουτρή, ο οποίος οδηγήθηκε το 1937 σε τραγική αυτοχειρία. Αφορμή της επίθεσης εναντίον του ήταν ένα βιβλίο, η επιστημονική έκδοση και σχολιασμός του Συμποσίου του Πλάτωνα! Έτσι, ο εκδοτικός χώρος, ο οποίος βρισκόταν σε «οργασμό» λίγο πριν από την 4η Αυγούστου (σύμφωνα με μια έκθεση της Εθνικής Τράπεζας) ξεπέφτει σε «παρακμή» τα αμέσως επόμενα χρόνια τη ίδια στιγμή που γνωρίζουν άνθιση οι προπαγανδιστικές εκδόσεις του καθεστώτος. Σύμπτωμα αυτής της παρακμής ήταν και η προσπάθεια συνεταιρισμού τεσσάρων σημαντικών εκδοτών το 1937: Οι Ελευθερουδάκης, Κολλάρος, Τζάκας-Δελαγραμμάτικας και Σιδέρης δημιούργησαν την Ελληνική εκδοτική εταιρία, με στόχο να αξιοποιήσουν συνδυαστικά το εργοστάσιο γραφικών τεχνών του Ελευθερουδάκη, το οποίο αργούσε μετά την ολοκλήρωση της έκδοσης του Εγκυκλοπαιδικού Λεξικού. Όμως ούτε αυτή η λύση δεν μπόρεσε να υπερβεί την κρίση και τον γενικότερο μαρασμό του εκδοτικού χώρου.

Εκεί ολοκληρώθηκε ένας μεγάλος κύκλος της έκδοσης του βιβλίου στην Ελλάδα.

Κατοχή και μεταπολεμικό τοπίο

Η Γερμανική Κατοχή δημιούργησε ασφυκτικό πλαίσιο για ολόκληρη την ελληνική κοινωνία αλλά και μια διάθεση αντίστασης. Ο εκδοτικός χώρος επλήγη από την καταστολή, τη λογοκρισία, την ακρίβεια της ζωής, την έλλειψη ελευθερία λόγου, αλλά πρόσφερε ένα καταφύγιο και ένα ιδιαίτερο πεδίο περιφρούρησης και ανασύστασης της εθνικής ζωής. Φυσικά ένα μεγάλο μέρος της βιβλιοπαραγωγής εκδιδόταν και διακινούνταν παράνομα και αφορούσε ην Αντίσταση απέναντι στον κατακτητή. Αλλά είναι χαρακτηριστικό ότι στη διάρκεια της Κατοχής δημιουργήθηκαν νέα εκδοτικά σχήματα με αξιόλογη παραγωγή.

Τέτοια περίπτωση ήταν η Ανώνυμη Εκδοτική Εταιρία Αετός, η οποία ιδρύθηκε το 1942 και λειτούργησε για μια δεκαετία (μέχρι το θάνατο του δημιουργού της Κίμωνα Θεοδωρόπουλου το 1953) εκδίδοντας τα έργα σημαντικών λογοτεχνών, όπως των Καραγάτση, Καζαντζάκη, Ουράνη, Κόντογλου κ. ά. Μέσα στην Κατοχή. Βραχύβιος αλλά παραγωγικός υπήρξε ο εκδοτικός οίκος Γλάρος το 1943 με πλούσια παραγωγή έργων των Ελύτη, Πετσάλη, Καραγάτση κ.ά. Τέλος, ιδρυμένη μέσα στην Κατοχή, το 1943, η εκδοτική Εταιρία Ίκαρος, υπήρξε η πιο σημαντική και βιώσιμη, αφού λειτουργεί μέχρι σήμερα. Ήταν δημιούργημα τριών φίλων του Μάριου Πλωρίτη, του Αλέκου Πατσιφά και του Νίκου Καρύδη. Ο Ίκαρος σύντομα κατοχυρώθηκε στον εκδοτικό χώρο για τους συγγραφείς που στέγασε και για την ποιότητα και την αισθητική των βιβλίων του. Επίσης το εκδοτικό βιβλιοπωλείο Οι Φίλοι του Βιβλίου, διακρίθηκε κι αυτό για την ποιότητα των εκδόσεών του καθώς και για τουε συγγραφείς με τους οποίους συνεργάστηκε. Δύο ακόμα βραχύβια εκδοτικά σχήματα, ο Κορυδαλλός και ο Πήγασος ιδρύθηκαν μέσα στην κατοχική περίοδο.

Η μεταπολεμική πολιτική κατάσταση διαμόρφωσε ένα ασφυκτικό πλαίσιο για τον κόσμο του βιβλίου. Μπορούμε να μιλήσουμε για μια συνολική οπισθοχώρηση σε σύγκριση ακόμα και με την Κατοχή. Μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου και μέχρι τη δεκαετία του 1960, σε αναγνωστικό επίπεδο κυριάρχησε απόλυτα η λαϊκή λογοτεχνία και η παραλογοτεχνία που τροφοδοτήθηκαν από περιοδικά ή περιοδικές εκδόσεις πλατιάς κυκλοφορίας. Περίοπτη θέση σε αυτό το είδος κατέχουν οι Αδελφοί Πεχλιβανίδη. Οι Γραφικές Τέχνες Μιχ. Πεχλιβανίδη και Σια, είχαν ιδρυθεί ως Ανώνυμη Εταιρία από το 1939, αλλά μετά τον Πόλεμο δημιούργησαν τον εκδοτικό οίκο και βιβλιοπωλείο Ατλαντίς, ο οποίος ανάμεσα στις εκδόσεις του κυκλοφόρησε το θεωρούμενο ως το μεγαλύτερο ελληνικό best seller όλων των εποχών: τα Κλασσικά Εικονογραφημένα.

Στον κατεξοχήν χώρο του βιβλίου ένα μέρος της παραγωγής ήταν απαγορευμένο ή κυκλοφορούσε από χέρι σε χέρι. Στο χώρο της νομιμότητας κυριάρχησε το σύμπλεγμα “εγκυκλοπαιδειών-χοντρού βιβλίου” που διακινούνταν μέσω πλασιέ στα σπίτια ή στους χώρους εργασίας. Εκεί βρήκε καταφύγιο ένα τμήμα του κόσμου της διωκόμενης Αριστεράς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα που στηρίχθηκαν για χρόνια στην έκδοση και πώληση του λεξικού Liddell-Scott.

Συνολικά μιλώντας, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960, δεν είχε αποκατασταθεί το προπολεμικό επίπεδο. Η εποχή αποκρυσταλλώνει μια οπισθοχώρηση. Εκφράστηκε επίσης η πολιτική διπολικότητα ανάμεσα στον συντηρητική και την προοδευτική κατεύθυνση, που καθόρισε τις ανακατατάξεις στο εκδοτικό τοπίο. Ανάμεσα στους παραδοσιακούς, ο εκδοτικός οίκος Κολλάρου, με τη μετριοπαθή συντηρητική του κατεύθυνση, απέφυγε τις διώξεις και απαγκιστρώθηκε από την μονομερή του ταύτιση με το σχολικό βιβλίο, λανσάροντας την επιτυχημένη και μακρόβια σειρά του της νεοελληνική λογοτεχνίας, που στέγασε την επίσημη πεζογραφική γενιά του 1930. Από την άλλη ο Ίκαρος στηρίχτηκε κυρίως στο ποιητικό έργο της ίδια γενιάς, η οποία κυριάρχησε σταδιακά στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή. Με τις εκδόσεις Γαλαξία εγκαινιάστηκε το ποιοτικό βιβλίο τσέπης.

Από την άλλη, στον χώρο της Αριστεράς, οι εκδόσεις Θεμέλιο, όργανο της ΕΔΑ αποτέλεσε την πιο συστηματική και φιλόδοξη απόπειρα της ιστορικής αριστεράς στο χώρο του βιβλίου. Πατώντας και στην έκδοση βιβλίου τσέπης, κυκλοφόρησε εκτός από κλασικά και σύγχρονα μαρξιστικά κείμενα, έργα σημαντικών ελλήνων και ξένων συγγραφέων.

ΟΙ εκδόσεις Κέδρος της Νανάς Καλλιανέση, από το 1954 έγινε στέκι σημαντικών συγγραφέων της Αριστεράς ενώ οι εκδόσεις Δίφρος του Γιάννη Γουδέλη, ανέλαβαν μέσα στη δεκαετία του 1950 την έκδοση των έργων του Καζαντζάκη. Η δημιουργία και τα πρώτα βήματα του Κέδρου παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ιδρύθηκε από το ζευγάρι του Νίκου και της Νανάς Καλλιανέση, οι οποίοι ξανάσμιξαν μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου και μακροχρόνιες διώξεις και υποχρεωτικούς χωρισμούς. Ο Κέδρος ξεκίνησε ως μικροσκοπικός εκδοτικός οίκος που συμπληρώθηκε από ένα εξίσου μικροσκοπικό βιβλιοπωλείο, στη Στοά Αρσακείου. Το 1956 εξέδωσε εκεί το βιβλίο του Οι δικτάτορες ο Κώστας Βάρναλης, ο οποίος εγκαινίασε αποκλειστική συνεργασία στη συνέχεια. Την ίδια χρονιά ο Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος αντιμετώπιζε ακόμα «δισταγμούς και υπεκφυγές» από άλλους εκδότες προσέφυγε κι αυτός στον Κέδρο. Εκδίδει εκεί τη Σονάτα του σεληνόφωτος, που κέρδισε στη συνέχεια το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Στην συνέχεια επανεκδίδει τον Επιτάφιο, βιβλίο απαγορευμένο επί 20 χρόνια. Τον επόμενο χρόνο αρχίζει τη συνεργασία του με τον Κέδρο ο Στρατής Τσίρκας. Το 1958 εκδίδει τη μελέτη του Ο Καβάφης και η εποχή του, το οποίο εισήγαγε μια νέα προσέγγιση του καβαφικού έργου μέσα στην κριτική σκέψη της Αριστεράς και πυροδότησε τη συζήτηση. Ο Κέδρος στράφηκε στο έργο ελλήνων συγγραφέων και έγινε το βήμα πολλών σημαντικών παλιών και νέων (Μέλπω Αξιώτη, Γιώργος Ιωάννου, Μενέλαος Λουντέμης, Διδώ Σωτηρίου, Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ, Νίκος Κάσδαγλης, Μίλτος Σαχτούρης, Πέτρος Αμπατζόγλου, Μένης Κουμανταρέας, κ.ά.). Ωστόσο, η οικονομική απόδοση δεν ήταν ανάλογη της εκδοτικής ποιότητας. Το 1961 ο εκδοτικός οίκος βρέθηκε σε δεινή θέση και ο Νίκος Καλλιανέσης αποφάσισε να μπαρκάρει πλοίαρχος στο εμπορικό ναυτικό για να βοηθήσει οικονομικά τον Κέδρο. Αυτό το γεγονός δείχνει την ασφυκτική κατάσταση της αγοράς του βιβλίου κατά την προδικτατορική εποχή.

Μη επιχειρηματίες εκδότες

Ο χώρος των μη επιχειρηματιών εκδοτών παρουσιάζει αυτονομία σε σχέση με την αγορά του βιβλίου. Ο στόχος τους είναι αμιγώς μορφωτικός χωρίς προσδοκίες κέρδους, κι αυτό τους διαχωρίζει από τον εμπορευματικό κύκλο του βιβλίου. Ωστόσο η πορεία τους είναι παράλληλοι και, όσον αφορά το εκδοτικό τους πρόγραμμα διέπεται από τις γενικές τάσεις της βιβλιοπαραγωγής. Παρακάτω ακολουθεί μια σύντομη σκιαγράφηση ορισμένων από τους σημαντικότερους:

Ο Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφελίμων Βιβλίων ιδρύθηκε το 1893 από τον Δημήτριο Βικέλα με στόχο την διάδοση φτηνών και εκλαϊκευμένων βιβλίων γιοα την επιμόρφωση του λαού. Συμπίπτει με την προετοιμασία για τη δημιουργία της επαγγελματικής οργάνωσης των εκδοτικών οίκων και αυτό είναι φανερό στην οργάνωση της εκδοτικής του παραγωγής. Μετά την ήττα στον πόλεμο του 1897 προστέθηκε στους στόχους του η πνευματική αναβάθμιση της κοινωνίας «προς επούλωσιν των πληγών της πατρίδος δια της μορφώσεως του λαού». Ο Σύλλογος υλοποίησε το πρόγραμμά του με μια σειρά 100 βιβλίων πρακτικών γνώσεων, η οποία γνώρισε μεγάλη διάδοση. Στη συνέχεια δημιούργησε και δεύτερη σειρά, με πρώτο βιβλίο την αυτοβιογραφία του ιδρυτή της, ενώ στη μακροχρόνια ιστορία του, ο Σύλλογος κυκλοφόρησε και δύο περιοδικά.

Παράλληλη προσπάθεια ήταν η Βιβλιοθήκη Μαρασλή. Ετούτη όμως στόχευε περισσότερο στη δημιουργία μιας εθνικής βιβλιοθήκης υποδομής. Ξεκίνησε το 1897 και σε δέκα χρόνια δημιούργησε μια σημαντική σειρά βιβλίων με 118 τίτλους. Χρηματοδοτήθηκε από τον πλούσιο ευεργέτη Γρηγόριο Μαρασλή, ο οποίος ζούσε στην Οδησσό και εκδόθηκε μέσω του τυπογραφικού καταστήματος Σακελλαρίου. Η σύλληψη και η παραγωγή της, δηλαδή, παραπέμπει στη λόγια παράδοση αν και από την Οδησσό καθοδηγήθηκε ένα μεγάλο δίκτυο συνεργατών για την πραγματοποίηση του έργου.

Η Ακαδημία άρχισε την εκδοτική της δραστηριότητα σε μια εποχή που ο εκδοτικός χώρος βρισκόταν στο απόγειό του. Συνεργάστηκε λοιπόν εκδοτικά με έναν ιδιώτη εκδότη με κύρος, τον Ιω. Κολλάρο. Μετά τον Πόλεμο δημιούργησε δικό της εκδοτικό μηχανισμό .

Πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι οι Πολιτικές Λογοτεχνικές Εκδόσεις. Πρόκειται για εκδοτικό οίκο του παράνομου ΚΚΕ που λειτούργησε στη Ρουμανία και είχε στόχο να τροφοδοτήσει με βιβλία τους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες στις σοσιαλιστικές χώρες. Κυκλοφόρησε μεγάλο αριθμό βιβλίων με υψηλή ποιότητα και όχι μόνο πολιτικού περιεχομένου. Οι ΠΛΕ διακινήθηκαν λίγο μέσα στην Ελλάδα από χέρι σε χέρι.

Δικτατορία 1967-1974

Το 1966, μέσα σε συνθήκες πολιτικής αναταραχής και εκτροπής σημειώθηκε μια «εκδοτική κάμψη», η οποία εκφράστηκε με μείωση της παραγωγής βιβλίων, ελάττωση της ζήτησης, αναστολή λειτουργίας εκδοτικών οίκων απουσία μη εμπορικών εκδόσεων. Στην κατάσταση αυτή έπαιξε ρόλο και η άνοδος του τιμαρίθμου που σημειώθηκε. Μέσα στη γενική υποχώρηση η επιβολή της δικτατορίας έδωσε τη χαριστική βολή. Στη συγκυρία των ετών 1966-1967 έκλεισε, λοιπόν, ο μεταπολεμικός κύκλος της ελληνικής εκδοτικής ιστορίας.

Η δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967 επανέφερε την ολοκληρωτική καταστολή και δίωξη του βιβλίου. Ένα μεγάλο μέρος του ανθρώπινου δυναμικού από τον εκδοτικό χώρο βρέθηκε στη φυλακή ή την εξορία. Ο συγγραφικός κόσμος με μια άτυπη συναίνεση αποφάσισε να σταματήσει να εκδίδει βιβλία ως διαμαρτυρία στις συνθήκες ανελευθερίας και λογοκρισίας που επέβαλε το νέο καθεστώς. Έτσι τον πρώτο χρόνο της δικτατορικής διακυβέρνησης ο κόσμος του βιβλίου σφραγίστηκε από τη σιωπή.

Ωστόσο, στη διάρκεια της επταετίας που κράτησε η Χούντα οι συνθήκες αντιστράφηκαν. Η διάθεση αντίστασης δημιούργησε μια κίνηση ανάλογη με αυτήν των κατοχικών χρόνων. Πρώτα απ' όλα ο πνευματικός κόσμος έλυσε την σιωπή του με την έκδοση των 18 Κειμένων από τις εκδόσεις Κέδρος το 1968. Ταυτόχρονα, ο κόσμος της βιβλιοπαραγωγής πρόσφερε καταφύγιο και τρόπο βιοπορισμού σε νέες δυνάμεις, σε ανθρώπους της Αριστεράς κατά κύριο λόγο, που είχαν χάσει τη δουλειά τους. Έτσι, μέσα στην πρώτη τριετία της δικτατορίας εμφανίστηκαν νέοι εκδοτικοί οίκοι με ιδιαίτερη δυναμική. Ήταν μικροί σε μέγεθος, στηρίζονταν στην προσωπική εργασία και κινούνταν σε ένα ασαφές όριο μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, αλλά με ισχυρά ποιοτικά χαρακτηριστικά. Πρόκειται για τις εκδόσεις Κάλβος, Στοχαστής, Κείμενα, Διεθνής Επικαιρότητα και Νέοι Στόχοι. Η παραγωγή τους επικεντρώθηκε σε κλασικά κείμενα της ελληνικής γραμματείας, ιστορικές και κριτικές μελέτες, λογοτεχνία και κλασικά κείμενα της αστικής ή μαρξιστικής κουλτούρας σε συνδυασμό με κείμενα σύγχρονων διανοητών.

Για παράδειγμα, οι εκδόσεις Κάλβος ξεκίνησαν με τον αλληγορικό Δράκο του Ε. Σβαρτς. Ακολούθησαν το 1969 οι εκδόσεις Στοχαστής με τα Κείμενα του Ρήγα Βελεστινλή και οι εκδόσεις Κείμενα με το κλασικό μυθιστόρημα του Κ. Θεοτόκη, Η τιμή και το χρήμα.

Τα εκδοτικά αυτά σχήματα μαζί με κάποια καινούρια που εμφανίστηκαν μετά το 1970 (Εκδόσεις '70, Επίκουρος, Διογένης) και με ορισμένους παλαιότερους εκδοτικούς οίκους οι οποίοι δραστηριοποιήθηκαν πάλι χάρη σε μια σχετική χαλάρωση της καταστολής (με την κατάργηση της προληπτικής λογοκρισίας) ήταν στη βάση ενός εκδοτικού πληθωρισμού που ξέσπασε την τελευταία τριετία πριν από την πτώση της Χούντας -για την ακρίβεια μεταξύ 1970 και 1973. Μέσα σε αυτή την τριετία εμφανίστηκε στην ελληνική αγορά ένα πλήθος νέων εκδοτικών οίκων με σημαντική προσφορά. Ο Λ. Αξελός παρατηρεί ότι «ίσως φανεί παράδοξος ο ισχυρισμός μου ότι η περίοδος αυτή είναι μία από τις ελάχιστες εκείνες όπου η με ίσους όρους κυκλοφορία των ιδεών είναι σχεδόν γεγονός». Η εκδοτική έξαρση, ιδιαίτερα του πολιτικού βιβλίου, είχε σαφώς τον χαρακτήρα αντίστασης και συνάντησε πάλι ένα διευρυνόμενο κοινό καταναλωτών του βιβλίου. Για τη νεολαία αποτέλεσε ένα κρίσιμο παράγοντα της πολιτικοποίησής της. Η συσχέτισή της με την εξέγερση του Πολυτεχνείου έχει τεθεί από τον Λουκά Αξελό και μένει να διερευνηθεί πιο συστηματικά. Σύμφωνα με τις ίδιες τις απαντήσεις που έδωσαν οι εκδότες σε σχετική έρευνα του ΕΚΕΒΙ για το πολιτικό βιβλίο στη διάρκεια της δικτατορίας, το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού ήταν «φοιτητές και διανοούμενοι». Είναι χαρακτηριστική η αναφορά στην εισαγωγή των Κειμένων του Ρήγα από τις εκδόσεις Στοχαστής, ότι η έκδοση αποτελεί «μια απόπειρα για διαρκή σύνδεση με το καυτό παρελθόν των αγώνων του λαού μας για εθνική ανεξαρτησία». Και είναι επίσης ενδεικτικό ότι μετά την πτώση της δικτατορίας πολλά από αυτά τα εκδοτικά σχήματα σταμάτησαν τη δραστηριότητά τους, πράγμα που σημαίνει ότι, όπως παρατηρεί η υπεύθυνη της έρευνας Μαριάννα Σωτηροπούλου, «πρωταρχικός σκοπός και κίνητρό τους ήταν η ιδεολογική αφύπνιση και όχι μια επαγγελματική σχέση με το βιβλίο».

Η άνθιση των ετών 1970-1973 τροφοδοτήθηκε και από την αναδιάρθρωση και επαν-ενεργοποίηση παραδοσιακών εκδοτικών οίκων, οι οποίοι συγκέντρωσαν στους κόλπους του αξιόλογα επιτελεία, και από την κινητικότητα του δικτύου των μικρών βιβλιοπωλείων, τα οποία δημιούργησαν μια αλυσίδα επικοινωνίας και ανταλλαγής νέων ανθρώπων κατά κύριο λόγο. Ολόκληρο το πλέγμα του βιβλίου διαμόρφωσε ένα χώρο ελευθερίας έξω ή δίπλα στο ασφυκτικά ελεγχόμενο πολιτικό σύστημα. Ακόμα και η σειρά βιβλίων περιπτέρου (ΒΙΠΕΡ) που κατέκλυσαν την αγορά περιέλαβαν τίτλους που τροφοδοτούσαν την κριτική σκέψη. Γενικότερα, το πλήθος των τίτλων που κυκλοφόρησαν και των χώρων επαφής των ανθρώπων με το βιβλίο ήταν τόσο μεγάλο, ώστε ήταν πρακτικά αδύνατον να ελεγχθεί. Η συστηματική έρευνα της ιστορίας του βιβλίου στη διάρκεια της δικτατορίας μένει κι αυτή να γίνει..

_____________

Βιβλιογραφία

Έρευνα του ΕΚΕΒΙ (1997-1999) για την Ιστορία των εκδοτικών οίκων στην Ελλάδα [στο πλαίσιο της έρευνας: έκθεση Εκδοτικές δραστηριότητες, 1900-1940, Μάρτιος 1998 και Περιπέτειες του βιβλίου στην Ελλάδα, 1880-1940 ένα ανθολόγιο, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 1998.]

  1. Λουκάς Αξελός, Εκδοτική δραστηριότητα και κίνηση ιδεών στην Ελλάδα, Αθήνα, Στοχαστής, 1984· β’ έκδοση: 2008.
  2. Αχ. Γ. Καψάλης, Δ. Φ. Χαραλάμπους, Σχολικά εγχειρίδια: Θεσμική εξέλιξη και σύγχρονη προβληματική, Αθήνα, Έκφραση, 1995· Μεταίχμιο, 2008.
  3. Μαριάννα Σωτηροπούλου, Το πολιτικό βιβλίο στη διάρκεια της Δικτατορίας, έρευνα στο πλαίσιο του Ε.ΚΕ.ΒΙ., Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, 1997.
  4. Η περιπέτεια του βιβλίου στην Ελλάδα, Αφιέρωμα στο Επτά Ημέρες της εφημερίδας «Καθημερινή», 9 Μαΐου 1999.
  5. Κώστας Χατζιώτης, Βιβλιοπωλεία και εκδοτικοί οίκοι στην Αθήνα, 2 τόμοι, Αθήνα, Δήμος Αθηναίων: Πολιτισμικός Οργανισμός, 2000.
  6. Γεωργία Παπαγεωργίου, Κλαίρη Μιτσοτάκη, Κείμενα 1969-1989: μια στιγμή στην τυπογραφία, Αθήνα, Κείμενα, 2002.
  7. Νίκος Παντελάκης, Σαν να διάβασα ένα βιβλίο: ο βιβλιοπώλης της Εστίας αφηγείται, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2003.

  • Συλλογικό έργο, Νινέττα Μακρυνικόλα (επιμ.), Το χρονικό του Κέδρου: 1954-2004, Αθήνα, Κέδρος, 2004.
  • Εμμανουέλα Νικολαΐδου, Βιβλιοπωλείο Ελευθερουδάκη: άνθρωποι, βιβλία, μια ιστορία, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 2005.
  • Άννα Καρακατσούλη, Εκδότες, συγγραφείς και επιχειρήσεις: η εκδοτική ιστορία του Βιβλιοπωλείου της Εστίας, 1885-2006, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας (εκτός εμπορίου), 2006.
  • • Φίλιππος Ηλιού, Πόπη Πολέμη, Ελληνική βιβλιογραφία 1864-1900: Συνοπτική αναγραφή, 4 τόμοι, Αθήνα, Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχε

ίο (Ε.Λ.Ι.Α.), 2006.

πηγή: